οικητήριο: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(28) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης | |mltxt=το (ΑΜ [[οἰκητήριον]])<br />αυτό στο οποίο κατοικεί [[κανείς]], [[οίκημα]], [[κατοικία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> σε ποιητική [[χρήση]] σχετικά με τη Θεοτόκο ως [[μητέρα]] του Θεού («[[οἰκητήριον]] ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[οίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[οἰκητήριος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:10, 13 June 2022
Greek Monolingual
το (ΑΜ οἰκητήριον)
αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία
μσν.
μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα του Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῦ θεοῦ», Μηναί.)
αρχ.
αστρολ. οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. οἰκητήριος].