ψιθύρα: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psithyra | |Transliteration C=psithyra | ||
|Beta Code=yiqu/ra | |Beta Code=yiqu/ra | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the | |Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the [[ἄσκαρος]], Poll.4.60; ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.''Inach.'' in ''PTeb.''692 iii 1 (lyr.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit [[ἄσκαρος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με [[τετράγωνο]] [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[ψιθυρίζω]], με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα [[λύρα]], [[κινύρα]], [[κιθάρα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60; ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach. in PTeb.692 iii 1 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιθύρα: ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν ὄργανον, μάγαδις, Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα.