ὀλιγανδρία: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligandria
|Transliteration C=oligandria
|Beta Code=o)ligandri/a
|Beta Code=o)ligandri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scantiness of men</b>, <span class="bibl">Str.14.1.10</span>, Plu.2.413f, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.30</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[scantiness of men]], Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.''VA''3.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[manque d'hommes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγανδρία:''' ἡ [[нехватка людей]], [[недостаток в людях]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγανδρία''': ἡ, [[ὀλιγότης]], [[ἔλλειψις]] ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
|lstext='''ὀλῐγανδρία''': ἡ, [[ὀλιγότης]], [[ἔλλειψις]] ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />manque d’hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀνήρ]].
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] αντρών, [[λειψανδρία]], σε Στράβ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=η (Α [[ὀλιγανδρία]]) [[ολίγανδρος]]<br />η [[έλλειψη]] αρκετού αριθμού [[ανδρών]], σχετική [[λειψανδρία]] (α. «ο [[πόλεμος]] προκάλεσε [[ολιγανδρία]]» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», <b>Στράβ.</b>).
|mdlsjtxt=ὀλῐγανδρία, ἡ,<br />[[scantiness]] of men, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανδρία Medium diacritics: ὀλιγανδρία Low diacritics: ολιγανδρία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: oligandría Transliteration B: oligandria Transliteration C: oligandria Beta Code: o)ligandri/a

English (LSJ)

ἡ, scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγανδρία:нехватка людей, недостаток в людях Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.