ψυγμός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psygmos
|Transliteration C=psygmos
|Beta Code=yugmo/s
|Beta Code=yugmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chilliness, dampness</b>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.28</span>, <span class="bibl">Vett.Val.127.5</span>(pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cold fit of an ague</b>, or <b class="b2">rigor</b> caused by poison, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib. 8.24.17</span>, Dsc.5.11, Gal.11.519, <span class="bibl">Poll.4.186</span>; cf. <b class="b3">ψυχμός</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">dryingplace</b>, σαγηνῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">Ez.</span>26.5</span>, <span class="bibl">14</span>: <b class="b3">ψ. ἁλιέων</b> Pap. in <span class="title">Hermes</span> 40.548; also ψ. γναφέων <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>86.45</span>,<span class="bibl">51</span> (ii B. C.); εἰς ψυγμὸν ἐργάταις <span class="bibl"><span class="title">PSI</span> 4.332.27</span> (iii B. C.); τῷ συμψήσαντι τὸν ψυγμόν <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.110</span> (iii B. C.); ἐφ' ὃν ἔχομεν ἐν τῷ ψυγμῷ σὺν τῷ ἀχύρῳ κνῆκον <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>69.9</span> (i B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">refreshment</b>, ἔψυξαν ἑαυτοὺν ψυγμούς <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>11.32</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[chilliness]], [[dampness]], Porph.''Abst.''1.28, Vett.Val.127.5(pl.).<br><span class="bld">2</span> [[cold fit of an ague]], or [[rigor]] caused by poison, Ruf. ap. Orib. 8.24.17, Dsc.5.11, Gal.11.519, Poll.4.186; cf. [[ψυχμός]].<br><span class="bld">II</span> [[dryingplace]], σαγηνῶν [[LXX]] ''Ez.''26.5, 14: <b class="b3">ψ. ἁλιέων</b> Pap. in ''Hermes'' 40.548; also ψ. γναφέων ''PTeb.''86.45,51 (ii B. C.); εἰς ψυγμὸν ἐργάταις ''PSI'' 4.332.27 (iii B. C.); τῷ συμψήσαντι τὸν ψυγμόν ''PPetr.''2p.110 (iii B. C.); ἐφ' ὃν ἔχομεν ἐν τῷ ψυγμῷ σὺν τῷ ἀχύρῳ κνῆκον ''PRyl.''69.9 (i B. C.).<br><span class="bld">III</span> [[refreshment]], ἔψυξαν ἑαυτοὺν ψυγμούς [[LXX]] ''Nu.''11.32.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ὁ, 1) das Abkühlen, Erkälten. – 2) der Fieberfrost, Maneth. 3, 276. – 3) das Trocknen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ψυγμός''': ὁ, [[ψῦξις]], ρῖγος, κρύωμα, [[ὑγρασία]], Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ [[ῥῖγος]] πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, Πολυδ. Δ΄, 186. ΙΙ. [[τόπος]] πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), [[τόπος]] διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[ψύχω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[ξήρανση]] («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[μέρος]] κατάλληλο για το [[στέγνωμα]] διχτιών («[[ψυγμός]] σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).<br /><b>(II)</b><br />και [[ψυχμός]], ὁ, Α [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[κρύο]] ή [[υγρασία]] («ψυγμοῦ πλήρους ὄντος τοῦ τόπου, Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[ρίγος]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]] ή [[ποτό]] για [[τόνωση]] του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαρασμός]] («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ψυγμοῦ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυγμός Medium diacritics: ψυγμός Low diacritics: ψυγμός Capitals: ΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: psygmós Transliteration B: psygmos Transliteration C: psygmos Beta Code: yugmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A chilliness, dampness, Porph.Abst.1.28, Vett.Val.127.5(pl.).
2 cold fit of an ague, or rigor caused by poison, Ruf. ap. Orib. 8.24.17, Dsc.5.11, Gal.11.519, Poll.4.186; cf. ψυχμός.
II dryingplace, σαγηνῶν LXX Ez.26.5, 14: ψ. ἁλιέων Pap. in Hermes 40.548; also ψ. γναφέων PTeb.86.45,51 (ii B. C.); εἰς ψυγμὸν ἐργάταις PSI 4.332.27 (iii B. C.); τῷ συμψήσαντι τὸν ψυγμόν PPetr.2p.110 (iii B. C.); ἐφ' ὃν ἔχομεν ἐν τῷ ψυγμῷ σὺν τῷ ἀχύρῳ κνῆκον PRyl.69.9 (i B. C.).
III refreshment, ἔψυξαν ἑαυτοὺν ψυγμούς LXX Nu.11.32.

German (Pape)

[Seite 1402] ὁ, 1) das Abkühlen, Erkälten. – 2) der Fieberfrost, Maneth. 3, 276. – 3) das Trocknen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψυγμός: ὁ, ψῦξις, ρῖγος, κρύωμα, ὑγρασία, Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ ῥῖγος πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, Πολυδ. Δ΄, 186. ΙΙ. τόπος πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), τόπος διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α ψύχω (Ι)]
1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)
2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).
(II)
και ψυχμός, ὁ, Α ψύχω (II)]
1. κρύο ή υγρασία («ψυγμοῦ πλήρους ὄντος τοῦ τόπου, Πορφ.)
2. ρίγος
3. τροφή ή ποτό για τόνωση του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)
4. μτφ. μαρασμός («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. φρ. «Ψυγμοῦ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.