ὁλοσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oloschereia
|Transliteration C=oloschereia
|Beta Code=o(losxe/reia
|Beta Code=o(losxe/reia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">general survey</b> or <b class="b2">estimate</b>, <span class="bibl">Str.2.1.24</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 20</span> ; <b class="b3">καθ' ὁλοσχέρειαν</b> in <b class="b2">general terms</b>, διαλέγεσθαι Phld.<span class="title">Rh.</span>1.251 S. ; <b class="b3">κατὰ ὁλοσχέρειαν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ μέρη</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lumpiness, solidity</b>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.34</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[general survey]] or [[estimate]], Str.2.1.24, Corn.''ND'' 20; <b class="b3">καθ' ὁλοσχέρειαν</b> in [[general terms]], διαλέγεσθαι Phld.''Rh.''1.251 S.; <b class="b3">κατὰ ὁλοσχέρειαν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ μέρη</b>, S.E.''M.''10.53.<br><span class="bld">2</span> [[lumpiness]], [[solidity]], Ruf. ap. Orib.8.24.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Uebersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Ggstz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; <span class="ggns">Gegensatz</span> von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[universalité]], [[généralité]], [[ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁλοσχερής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλοσχέρεια''': ἡ, ὁλικότης, [[κεφαλαιώδης]] [[ὑπολογισμός]], Στράβ. 79.
|lstext='''ὁλοσχέρεια''': ἡ, ὁλικότης, [[κεφαλαιώδης]] [[ὑπολογισμός]], Στράβ. 79.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />universalité, généralité, ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁλοσχερής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ (Α) [[ολοσχερής]]<br /><b>1.</b> γενική [[εποπτεία]], [[επισκόπηση]] ή [[γενικός]], [[κεφαλαιώδης]] [[υπολογισμός]]<br /><b>2.</b> [[στερεότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁλοσχέρειαν» <br />α) σε γενικές γραμμές<br />β) στο [[σύνολο]], συνολικώς, όχι [[κατά]] μέρη.
|mltxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ (Α) [[ολοσχερής]]<br /><b>1.</b> γενική [[εποπτεία]], [[επισκόπηση]] ή [[γενικός]], [[κεφαλαιώδης]] [[υπολογισμός]]<br /><b>2.</b> [[στερεότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁλοσχέρειαν» <br />α) σε γενικές γραμμές<br />β) στο [[σύνολο]], συνολικώς, όχι [[κατά]] μέρη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁλοσχέρεια:''' ἡ, γενικού τύπου [[διερεύνηση]] ή [[συνυπολογισμός]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ,<br />a [[general]] [[survey]] or [[estimate]], Strab. [from [[ὁλοσχερής]]
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσχέρεια Medium diacritics: ὁλοσχέρεια Low diacritics: ολοσχέρεια Capitals: ΟΛΟΣΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: holoschéreia Transliteration B: holoschereia Transliteration C: oloschereia Beta Code: o(losxe/reia

English (LSJ)

ἡ,
A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms, διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251 S.; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53.
2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.

German (Pape)

[Seite 327] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Übersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Gegensatz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
universalité, généralité, ensemble.
Étymologie: ὁλοσχερής.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσχέρεια: ἡ, ὁλικότης, κεφαλαιώδης ὑπολογισμός, Στράβ. 79.

Greek Monolingual

ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) ολοσχερής
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.

Greek Monotonic

ὁλοσχέρεια: ἡ, γενικού τύπου διερεύνηση ή συνυπολογισμός, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁλοσχέρεια, ἡ,
a general survey or estimate, Strab. [from ὁλοσχερής