οξηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που δέχεται [[ξίδι]], που περιέχει [[ξίδι]] («ὀξηρὸν [[ἄγγος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εμβαπτισμένος [[μέσα]] σε οξύ ή [[μέσα]] σε [[ξίδι]] («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξηρόν</i><br />το οξύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ὀξηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που δέχεται [[ξίδι]], που περιέχει [[ξίδι]] («ὀξηρὸν [[ἄγγος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εμβαπτισμένος [[μέσα]] σε οξύ ή [[μέσα]] σε [[ξίδι]] («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξηρόν</i><br />το οξύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[νοσηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:43, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξηρός, -ά, -όν (Α)
1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.)
2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν
το οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].