οξύρρυγχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύρρυγχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[ρύγχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], [[μυτερός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οξύρρυγχος]]<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[λόγια]] [[ονομασία]] δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] acipenseridae, παράγουν το μαύρο [[χαβιάρι]] και [[είναι]] γνωστοί [[σήμερα]] ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οξύρρυγχος]] [[χαρακτήρ]]» — [[γραφή]] με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥύγχος]] ([[πρβλ]], <i>μακρό</i>-<i>ρρυγχος</i>, <i>πλατύ</i>-<i>ρρυγχος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>oxyrhynchous</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύρρυγχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[ρύγχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], [[μυτερός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρυγχος]]<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[λόγια]] [[ονομασία]] δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] acipenseridae, παράγουν το μαύρο [[χαβιάρι]] και [[είναι]] γνωστοί [[σήμερα]] ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οξύρρυγχος]] [[χαρακτήρ]]» — [[γραφή]] με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥύγχος]] ([[πρβλ]], <i>μακρό</i>-<i>ρρυγχος</i>, <i>πλατύ</i>-<i>ρρυγχος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>oxyrhynchous</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, -ον)
1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος
2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός
3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος
ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια acipenseridae, παράγουν το μαύρο χαβιάρι και είναι γνωστοί σήμερα ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια
μσν.-αρχ.
φρ. «οξύρρυγχος χαρακτήρ» — γραφή με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ῥύγχος (πρβλ, μακρό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxyrhynchous].