οξυτονώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(29)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ὀξυτονῶ, -έω) [[οξύτονος]]<br />[[βάζω]] [[οξεία]] στη [[λήγουσα]] μιας λέξης, [[τονίζω]] μια [[λέξη]] στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] [[κάτι]] με οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[παράγω]] υψηλούς τόνους<br /><b>3.</b> [[απολήγω]] σε οξύ [[άκρο]].
|mltxt=(Α [[ὀξυτονῶ]], [[ὀξυτονέω]]) [[οξύτονος]]<br />[[βάζω]] [[οξεία]] στη [[λήγουσα]] μιας λέξης, [[τονίζω]] μια [[λέξη]] στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] [[κάτι]] με οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[παράγω]] υψηλούς τόνους<br /><b>3.</b> [[απολήγω]] σε οξύ [[άκρο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 20 January 2021

Greek Monolingual

ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονος
βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο
2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους
3. απολήγω σε οξύ άκρο.