ούδας: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὖδας]] και [[οὔαδας]], το (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> η [[επιφάνεια]] της γης, το [[έδαφος]] («πρὸς [[οὖδας]] πεσεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[δάπεδο]], το [[πάτωμα]] δωματίου ή σπιτιού<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐπ' οὔδεϊ φῶτα [[καθίζω]] τινά» — [[καταβάλλω]] κάποιον, [[βάζω]] κάποιον να καθίσει στο [[πάτωμα]], [[αφού]] τον γδύσω από τα υπάρχοντά του (Ύμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την ένσιγμη κατάλ. -<i>ας</i>, η οποία απαντά σε αρχαϊκού τ. ονόματα (<b>πρβλ.</b> <i>όπε</i>-<i>ας</i>). Η [[εναλλαγή]] ένσιγμων και έρρινων καταλ. σε διάφορους τ. τών ΙΕ γλωσσών θα επέτρεπε τη σύνδεσή της με το αρμεν. <i>getin</i> «[[έδαφος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>weden</i>-<i>o</i>) και το χεττιτ. <i>utne</i> «γη» (<span style="color: red;"><</span> <i>udn</i>-). Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά η αρκτική [[δίφθογγος]] <i>οὐ</i>- της λ., η οποία δεν φαίνεται πιθανό να προέρχεται από θ. <i>ὀ</i>-<i>Fοδ</i>- ή <i>ὀ</i>-<i>Fεδ</i>-].
|mltxt=[[οὖδας]] και [[οὔαδας]], το (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> η [[επιφάνεια]] της γης, το [[έδαφος]] («πρὸς [[οὖδας]] πεσεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[δάπεδο]], το [[πάτωμα]] δωματίου ή σπιτιού<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐπ' οὔδεϊ φῶτα [[καθίζω]] τινά» — [[καταβάλλω]] κάποιον, [[βάζω]] κάποιον να καθίσει στο [[πάτωμα]], [[αφού]] τον γδύσω από τα υπάρχοντά του (Ύμν. Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την ένσιγμη κατάλ. -<i>ας</i>, η οποία απαντά σε αρχαϊκού τ. ονόματα ([[πρβλ]]. [[όπεας]]). Η [[εναλλαγή]] ένσιγμων και έρρινων καταλ. σε διάφορους τ. τών ΙΕ γλωσσών θα επέτρεπε τη σύνδεσή της με το αρμεν. <i>getin</i> «[[έδαφος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>weden</i>-<i>o</i>) και το χεττιτ. <i>utne</i> «γη» (<span style="color: red;"><</span> <i>udn</i>-). Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά η αρκτική [[δίφθογγος]] <i>οὐ</i>- της λ., η οποία δεν φαίνεται πιθανό να προέρχεται από θ. <i>ὀ</i>-<i>Fοδ</i>- ή <i>ὀ</i>-<i>Fεδ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

οὖδας και οὔαδας, το (Α)
(ποιητ. τ.)
1. η επιφάνεια της γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῖν», Ευρ.)
2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού
3. παροιμ. «ἐπ' οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» — καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον γδύσω από τα υπάρχοντά του (Ύμν. Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την ένσιγμη κατάλ. -ας, η οποία απαντά σε αρχαϊκού τ. ονόματα (πρβλ. όπεας). Η εναλλαγή ένσιγμων και έρρινων καταλ. σε διάφορους τ. τών ΙΕ γλωσσών θα επέτρεπε τη σύνδεσή της με το αρμεν. getin «έδαφος» (< weden-o) και το χεττιτ. utne «γη» (< udn-). Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η αρκτική δίφθογγος οὐ- της λ., η οποία δεν φαίνεται πιθανό να προέρχεται από θ. -Fοδ- ή -Fεδ-].