ούρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
(30)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[ούριος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οὖρος]] ανάγεται πιθ. σε <i>ὄρFος</i> και συνδέεται με το ρ. <i>ὄρνυμαι</i> / [[ὀρούω]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή η [[δίφθογγος]] <i>ου</i>- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].———————— <b>(III)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρος</i> (Ι).———————— <b>(IV)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />(ενν. <i>βοῡς</i>) άγριο [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urus</i>, -<i>i</i> «άγριο [[βόδι]]»].———————— <b>(V)</b><br />[[οὖρος]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όρος</i> (II).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[ούριος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οὖρος]] ανάγεται πιθ. σε <i>ὄρFος</i> και συνδέεται με το ρ. <i>ὄρνυμαι</i> / [[ὀρούω]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή η [[δίφθογγος]] <i>ου</i>- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].<br /> <b>(III)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρος</i> (Ι).<br /> <b>(IV)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />(ενν. <i>βοῦς</i>) άγριο [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urus</i>, -<i>i</i> «άγριο [[βόδι]]»].<br /> <b>(V)</b><br />[[οὖρος]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όρος</i> (II).
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτηςΝέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].
(II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].
(III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).
(IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῦς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].
(V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).