πλατωνικός: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(33) |
m (Text replacement - "\n" to "") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλατωνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πλάτων]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του [[σύστημα]] («πλατωνικοί διάλογοι»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ακολουθεί τη [[φιλοσοφία]] του Πλάτωνος («[[πλατωνικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[σφαίρα]] τών ιδεών, [[ιδεώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποβλέπει ή αυτός που δεν οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα («πλατωνικές υποσχέσεις»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πλατωνικοί</i><br />διανοητές και φιλόσοφοι που υπέστησαν την [[επίδραση]] τών μεταφυσικών ή ηθικών και πολιτειακών θεωριών του Πλάτωνος, όπως ήταν λ.χ. οι Ακαδημαϊκοί, οι Νεοπλατωνικοί [[αλλά]] και πολλοί άλλοι προερχόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές σχολές<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλατωνικός]] [[έρωτας]]» — ιδανική [[μορφή]] έρωτα [[χωρίς]] σαρκική [[επαφή]]<br />β) «πλατωνικό στερεό»<br /><b>μαθημ.</b> καθένα από τα [[πέντε]] κανονικά πολύεδρα, δηλ. ο [[κύβος]], το τετράεδρο, το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται με [[βάση]] τα δόγματα της φιλοσοφίας του Πλάτωνος («πλατωνικαὶ ἀποδείξεις», Δαμάσκ. Αρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατωνικώς</i>/ <i>πλατωνικῶς</i> ΝΜΑ και <i>πλατωνικά</i> Ν<br />με πλατωνικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[πλατωνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πλάτων]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του [[σύστημα]] («πλατωνικοί διάλογοι»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ακολουθεί τη [[φιλοσοφία]] του Πλάτωνος («[[πλατωνικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[σφαίρα]] τών ιδεών, [[ιδεώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποβλέπει ή αυτός που δεν οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα («πλατωνικές υποσχέσεις»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πλατωνικοί</i><br />διανοητές και φιλόσοφοι που υπέστησαν την [[επίδραση]] τών μεταφυσικών ή ηθικών και πολιτειακών θεωριών του Πλάτωνος, όπως ήταν λ.χ. οι Ακαδημαϊκοί, οι Νεοπλατωνικοί [[αλλά]] και πολλοί άλλοι προερχόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές σχολές<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλατωνικός]] [[έρωτας]]» — ιδανική [[μορφή]] έρωτα [[χωρίς]] σαρκική [[επαφή]]<br />β) «πλατωνικό στερεό»<br /><b>μαθημ.</b> καθένα από τα [[πέντε]] κανονικά πολύεδρα, δηλ. ο [[κύβος]], το τετράεδρο, το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται με [[βάση]] τα δόγματα της φιλοσοφίας του Πλάτωνος («πλατωνικαὶ ἀποδείξεις», Δαμάσκ. Αρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατωνικώς</i>/ <i>πλατωνικῶς</i> ΝΜΑ και <i>πλατωνικά</i> Ν<br />με πλατωνικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλατωνικός -ή -όν [Πλάτων] van Plato; subst. οἱ Πλατωνικοί de Platonici. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:37, 9 May 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλατωνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πλάτων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία του Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη σφαίρα τών ιδεών, ιδεώδης
2. αυτός που δεν αποβλέπει ή αυτός που δεν οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα («πλατωνικές υποσχέσεις»)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατωνικοί
διανοητές και φιλόσοφοι που υπέστησαν την επίδραση τών μεταφυσικών ή ηθικών και πολιτειακών θεωριών του Πλάτωνος, όπως ήταν λ.χ. οι Ακαδημαϊκοί, οι Νεοπλατωνικοί αλλά και πολλοί άλλοι προερχόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές σχολές
4. φρ. α) «πλατωνικός έρωτας» — ιδανική μορφή έρωτα χωρίς σαρκική επαφή
β) «πλατωνικό στερεό»
μαθημ. καθένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, δηλ. ο κύβος, το τετράεδρο, το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο
μσν.
αυτός που γίνεται με βάση τα δόγματα της φιλοσοφίας του Πλάτωνος («πλατωνικαὶ ἀποδείξεις», Δαμάσκ. Αρχ.).
επίρρ...
πλατωνικώς/ πλατωνικῶς ΝΜΑ και πλατωνικά Ν
με πλατωνικό τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατωνικός -ή -όν [Πλάτων] van Plato; subst. οἱ Πλατωνικοί de Platonici.