πλατάγημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platagima
|Transliteration C=platagima
|Beta Code=plata/ghma
|Beta Code=plata/ghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crack</b>, of the <b class="b3">τηλέφιλον</b> (q. v.), <span class="bibl">Theoc.3.29</span>, <span class="title">AP</span>5.295 (Agath.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[crack]], of the [[τηλέφιλον]] ([[quod vide|q.v.]]), Theoc.3.29, ''AP''5.295 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] τό, das Geklatschte, [[τηλέφιλον]], Agath. 9 (V, 296). Vgl. [[πλαταγέω]] u. [[πλαταγώνιον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] τό, das Geklatschte, [[τηλέφιλον]], Agath. 9 (V, 296). Vgl. [[πλαταγέω]] u. [[πλαταγώνιον]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πλαταγή]].<br />'''Étymologie:''' [[πλαταγέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] [[klap]], [[geluid]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτάγημα:''' ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτάγημα''': τό, [[κρότημα]], Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.
|lstext='''πλᾰτάγημα''': τό, [[κρότημα]], Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[πλαταγή]].<br />'''Étymologie:''' [[πλαταγέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[πλαταγώ]]<br />η [[σύγκρουση]] πλατιών σωμάτων και ο [[κρότος]] που παράγεται από αυτήν, [[πλαταγή]].
|mltxt=το, ΝΑ [[πλαταγώ]]<br />η [[σύγκρουση]] πλατιών σωμάτων και ο [[κρότος]] που παράγεται από αυτήν, [[πλαταγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτάγημα:''' -ατος, τό ([[πλαταγέω]]), [[κρότος]], [[πλατάγισμα]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτάγημα, ατος, τό, [[πλαταγέω]]<br />a clapping, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγημα Medium diacritics: πλατάγημα Low diacritics: πλατάγημα Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗΜΑ
Transliteration A: platágēma Transliteration B: platagēma Transliteration C: platagima Beta Code: plata/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό, crack, of the τηλέφιλον (q.v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.

Greek Monotonic

πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πλᾰτάγημα, ατος, τό, πλαταγέω
a clapping, Theocr.