σκλάβος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(37)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν, θηλ. σκλάβα ΝΜ<br /><b>1.</b> [[δούλος]] («και [[τώρα]] πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[αιχμάλωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[δέσμιος]], [[υποχείριος]] («κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο», Γρυπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>ἡ σκλάβα</i><br />[[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. εθν. <i>Σκλαβηνός</i> «[[Σλάβος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Στλάβος</i>, με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>κ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[αντλώ]] &GT; [[αγκλώ]], [[στιλβώνω]] &GT; [[σκλιβώνω]]) [[επειδή]] οι Σλάβοι ακολουθούσαν ως υποτακτικοί λαούς που εξεστράτευαν. Η σημ. «[[αιχμάλωτος]], [[δούλος]]» μαρτυρείται ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>slave</i>)].
|mltxt=ο, Ν, θηλ. σκλάβα ΝΜ<br /><b>1.</b> [[δούλος]] («και [[τώρα]] πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[αιχμάλωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[δέσμιος]], [[υποχείριος]] («κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο», Γρυπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>ἡ σκλάβα</i><br />[[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. εθν. <i>Σκλαβηνός</i> «[[Σλάβος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Στλάβος</i>, με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>κ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[αντλώ]] > [[αγκλώ]], [[στιλβώνω]] > [[σκλιβώνω]]) [[επειδή]] οι Σλάβοι ακολουθούσαν ως υποτακτικοί λαούς που εξεστράτευαν. Η σημ. «[[αιχμάλωτος]], [[δούλος]]» μαρτυρείται ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>slave</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 15 January 2019

Greek Monolingual

ο, Ν, θηλ. σκλάβα ΝΜ
1. δούλος («και τώρα πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες», δημ. τραγούδι)
2. αιχμάλωτος
3. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία κάποιου
4. δέσμιος, υποχείριος («κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο», Γρυπ.)
μσν.
το θηλ. ἡ σκλάβα
παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εθν. Σκλαβηνός «Σλάβος» (< Στλάβος, με τροπή του -τ- σε -κ-, πρβλ. αντλώ > αγκλώ, στιλβώνω > σκλιβώνω) επειδή οι Σλάβοι ακολουθούσαν ως υποτακτικοί λαούς που εξεστράτευαν. Η σημ. «αιχμάλωτος, δούλος» μαρτυρείται ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα (πρβλ. αγγλ. slave)].