συνάθροισμα: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synathroisma
|Transliteration C=synathroisma
|Beta Code=suna/qroisma
|Beta Code=suna/qroisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">assemblage</b>, Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[ἀγορά]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[assemblage]], Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[ἀγορά]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῦ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάθροισμα Medium diacritics: συνάθροισμα Low diacritics: συνάθροισμα Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΑ
Transliteration A: synáthroisma Transliteration B: synathroisma Transliteration C: synathroisma Beta Code: suna/qroisma

English (LSJ)

-ατος, τό, assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.

German (Pape)

[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῦ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).