συγκαταφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatafeygo
|Transliteration C=sygkatafeygo
|Beta Code=sugkatafeu/gw
|Beta Code=sugkatafeu/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flee to for safety together</b>, εἰς τὸ ἱερόν <span class="bibl">Ath.13.593b</span>; πρὸς τὰς ἁμάξας <span class="bibl">D.C.38.33</span>.</span>
|Definition=[[flee to for safety together]], εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταφεύγω''': [[καταφεύγω]] [[χάριν]] ἀσφαλείας [[πρός]] τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.
|lstext='''συγκαταφεύγω''': [[καταφεύγω]] [[χάριν]] ἀσφαλείας [[πρός]] τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πηγαίνω]] για [[ασφάλεια]] στο ίδιο [[καταφύγιο]] με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πηγαίνω]] για [[ασφάλεια]] στο ίδιο [[καταφύγιο]] με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=Α<br />[[πηγαίνω]] για [[ασφάλεια]] στο ίδιο [[καταφύγιο]] με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφεύγω Medium diacritics: συγκαταφεύγω Low diacritics: συγκαταφεύγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: synkatapheúgō Transliteration B: synkatapheugō Transliteration C: sygkatafeygo Beta Code: sugkatafeu/gw

English (LSJ)

flee to for safety together, εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.

German (Pape)

[Seite 966] (s. φεύγω), mit hineinflichen, um sich zu retten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφεύγω: καταφεύγω χάριν ἀσφαλείας πρός τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.

Greek Monolingual

Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).