συναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synapolamvano
|Transliteration C=synapolamvano
|Beta Code=sunapolamba/nw
|Beta Code=sunapolamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">receive in common</b> or <b class="b2">at once</b>, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.7.40</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be entirely suppressed</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.24</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[receive in common]] or [[at once]], esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.''An.''7.7.40.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be entirely suppressed]], Hp.''Prorrh.''2.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[λαμβάνω]]), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[λαμβάνω]]), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
}}
{{ls
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
|btext=recevoir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' [[одновременно получать]] (''[[sc.]]'' τὸν μισθόν Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] από κοινού ή συγχρόνως<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναπολαμβάνομαι</i><br />καταστέλλομαι ολοσχερώς.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] από κοινού ή συγχρόνως<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναπολαμβάνομαι</i><br />καταστέλλομαι ολοσχερώς.
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] από κοινού ή συγχρόνως<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναπολαμβάνομαι</i><br />καταστέλλομαι ολοσχερώς.
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />to [[receive]] in [[common]] or at [[once]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40.
II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.

Russian (Dvoretsky)

συναπολαμβάνω: одновременно получать (sc. τὸν μισθόν Xen.).

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.

Greek Monotonic

συναπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω από κοινού ή αμέσως, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to receive in common or at once, Xen.