σύναρχος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(39)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synarchos
|Transliteration C=synarchos
|Beta Code=su/narxos
|Beta Code=su/narxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">partner in office, colleague</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1287b31</span>, <span class="title">IG</span>5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in <span class="bibl">D.C. 67.15</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[partner in office]], [[colleague]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1287b31, ''IG''5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., [[varia lectio|v.l.]] in D.C. 67.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
}}
{{ls
|lstext='''σύναρχος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, [[μέτοχος]] ἐν τῷ ἀξιώματι, [[σύντροφος]] ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύν-αρχος -ου, ὁ collega-bestuurder, ambtgenoot, collega.
}}
{{elru
|elrutext='''σύναρχος:''' ὁ [[соправитель]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|lsmtext='''σύναρχος:''' -ον, αυτός που ασκεί [[εξουσία]] από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, [[συνάρχοντας]], σε Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''σύναρχος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, [[μέτοχος]] ἐν τῷ ἀξιώματι, [[σύντροφος]] ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-αρχος, ον,<br />a [[partner]] in [[office]], [[colleague]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναρχος Medium diacritics: σύναρχος Low diacritics: σύναρχος Capitals: ΣΥΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: sýnarchos Transliteration B: synarchos Transliteration C: synarchos Beta Code: su/narxos

English (LSJ)

ὁ, partner in office, colleague, Arist.Pol.1287b31, IG5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in D.C. 67.15.

German (Pape)

[Seite 1004] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe au pouvoir ; ὁ σύναρχος collègue.
Étymologie: σύν, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-αρχος -ου, ὁ collega-bestuurder, ambtgenoot, collega.

Russian (Dvoretsky)

σύναρχος:соправитель Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].

Greek Monotonic

σύναρχος: -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σύναρχος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, μέτοχος ἐν τῷ ἀξιώματι, σύντροφος ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.

Middle Liddell

σύν-αρχος, ον,
a partner in office, colleague, Arist.