φακιώλιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(44)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φακιώλιον
|Medium diacritics=φακιώλιον
|Low diacritics=φακιώλιον
|Capitals=ΦΑΚΙΩΛΙΟΝ
|Transliteration A=phakiṓlion
|Transliteration B=phakiōlion
|Transliteration C=fakiolion
|Beta Code=fakiw/lion
|Definition=v. [[φακιόλιον]], [[φακιάλιον]] ([[faciale]], [[face]]-[[cloth]], [[turban]], [[towel]]).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φακιόλι]].
|mltxt=το / [[φακιόλιον]], ΝΜΑ, και [[φακεόλιον]] και [[φακεώλιον]] και [[φακιώλιον]] και [[φακιάλιον]] και [[φακιάριον]] και [[πακιάλιον]] Α<br />[[είδος]] γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. [[μαντίλα]], [[τσεμπέρι]], [[τουλπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατ</i>. <i>[[faciale]]</i> «[[μαντίλι]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. [[facies]] «[[όψη]], [[πρόσωπο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 6 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φακιώλιον Medium diacritics: φακιώλιον Low diacritics: φακιώλιον Capitals: ΦΑΚΙΩΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiṓlion Transliteration B: phakiōlion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakiw/lion

English (LSJ)

v. φακιόλιον, φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].