φωλιά: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(45)
 
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φωλεά]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φωλεά]] Ν<br />[[κατοικία]] ζώων, [[ιδίως]] πουλιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κατασκευή]] που ετοιμάζει ένα ζώο για να στεγάσει τα αβγά του, τα νεογνά του ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εαυτό του<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) απόκρυφο [[καταφύγιο]], [[κρησφύγετο]] («[[φωλιά]] τρομοκρατών»)<br />β) απόμερο [[οίκημα]] ερωτευμένων («αυτό το [[ξενοδοχείο]] [[είναι]] [[φωλιά]] για τα ζευγαράκια»)<br />γ) καθεμία από τις θέσεις σε οργωμένο αγρό στις οποίες παραχώνονται σπόροι ή κόνδυλοι [[φυτών]] για να φυτρώσουν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πυροσβεστική [[φωλιά]]» — μεταλλικό [[κιβώτιο]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται [[πυροσβεστήρας]] και το οποίο βρίσκεται σε ευδιάκριτη [[θέση]] διαφόρων κτηρίων<br />β) «[[φωλιά]] αντίστασης»<br /><b>στρ.</b> [[κάθε]] εδαφικό [[σημείο]] που έχει ειδικά οργανωθεί για [[άμυνα]]<br />γ) «[[φωλιά]] πολυβόλου»<br /><b>στρ.</b> οχυρωμένη [[θέση]] όπου [[είναι]] τοποθετημένο [[πολυβόλο]]<br />δ) «[[φωλιά]] κόρακα»<br /><b>ναυτ.</b> [[σκοπιά]] που βρίσκεται στο ψηλότερο [[σημείο]] του πρωραίου ιστού, κν. [[κορακοφωλιά]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[διάολος]] δεν χαλάει τη [[φωλιά]] του» — δηλώνει ότι [[ένας]] [[κακοποιός]] δεν βλάπτει εκείνους που τον υποθάλπουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φωλεός]]. Ο νεοελλ. τ. [[φωλιά]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ελιά]]: [[ελαία]], [[συκιά]]: [[συκέα]])<br />για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φωλεός]].
|mltxt=η / [[φωλεά]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φωλεά]] Ν<br />[[κατοικία]] ζώων, [[ιδίως]] πουλιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κατασκευή]] που ετοιμάζει ένα ζώο για να στεγάσει τα αβγά του, τα νεογνά του ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εαυτό του<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) απόκρυφο [[καταφύγιο]], [[κρησφύγετο]] («[[φωλιά]] τρομοκρατών»)<br />β) απόμερο [[οίκημα]] ερωτευμένων («αυτό το [[ξενοδοχείο]] [[είναι]] [[φωλιά]] για τα ζευγαράκια»)<br />γ) καθεμία από τις θέσεις σε οργωμένο αγρό στις οποίες παραχώνονται σπόροι ή κόνδυλοι [[φυτών]] για να φυτρώσουν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πυροσβεστική [[φωλιά]]» — μεταλλικό [[κιβώτιο]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται [[πυροσβεστήρας]] και το οποίο βρίσκεται σε ευδιάκριτη [[θέση]] διαφόρων κτηρίων<br />β) «[[φωλιά]] αντίστασης»<br /><b>στρ.</b> [[κάθε]] εδαφικό [[σημείο]] που έχει ειδικά οργανωθεί για [[άμυνα]]<br />γ) «[[φωλιά]] πολυβόλου»<br /><b>στρ.</b> οχυρωμένη [[θέση]] όπου [[είναι]] τοποθετημένο [[πολυβόλο]]<br />δ) «[[φωλιά]] κόρακα»<br /><b>ναυτ.</b> [[σκοπιά]] που βρίσκεται στο ψηλότερο [[σημείο]] του πρωραίου ιστού, κν. [[κορακοφωλιά]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[διάολος]] δεν χαλάει τη [[φωλιά]] του» — δηλώνει ότι [[ένας]] [[κακοποιός]] δεν βλάπτει εκείνους που τον υποθάλπουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φωλεός]]. Ο νεοελλ. τ. [[φωλιά]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ελιά]]: [[ελαία]], [[συκιά]]: [[συκέα]])<br />για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φωλεός]].
}}
{{trml
|trtx====[[nest]]===
Abkhaz: ахтәалара; Acehnese: eumpung; Afrikaans: nes; Albanian: fole; Amharic: ጎጆ; Apache Western Apache: itʼoh; Arabic: عُشّ, أَعْشَاش, وَكْر; Egyptian Arabic: عش, وكر; Aragonese: niedo; Armenian: բույն; Aromanian: cuibar, cuib; Assamese: বাহ; Asturian: nieru, níu, ñíu; Azerbaijani: yuva; Bashkir: оя; Belarusian: гняздо; Bengali: নীড়, আবাস; Bikol Central: tataghan, salag; Bulgarian: гнездо; Burmese: သိုက်, အသိုက်, မြုံ; Canela: jahê; Catalan: niu; Cebuano: salag; Central Sierra Miwok: hé·sa-; Cham Eastern Western Chamicuro: imajka; Chechen: бен; Chinese Cantonese: 竇/窦; Dungan: вә; Hokkien: 岫; Mandarin: 鳥巢/鸟巢, 巢, 窩/窝; Chukchi: кытчыгъёԓгын; Corsican: nidu; Czech: hnízdo; Dalmatian: naid; Danish: rede, fuglerede; Dutch: [[nest]]; Erzya: пизэ; Esperanto: nesto; Estonian: pesa; Evenki: умук, хуги; Extremaduran: ñiu; Faroese: reiður; Fataluku: vari; Finnish: pesä; French: [[nid]]; Friulian: nît, nîd; Galician: niño, neal, niallo, neada, nío, liñeiro, cogordo; Georgian: ბუდე; German: [[Vogelnest]], [[Nest]]; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌻𐍃; Greek: [[φωλιά]]; Ancient Greek: [[αὖλις]], [[ἅλως]], [[λέχος]], [[νεοσσιά]], [[νεοσσιή]], [[νεοττιά]], [[νοσσιά]], [[νοσσιή]]; Guaraní: taity; Haitian Creole: nich; Hawaiian: pūnana; Hebrew: קֵן; Higaonon: salag; Hindi: घोसला, घोंसला; Hungarian: fészek; Icelandic: hreiður; Ido: ucelonesto, nesto; Indonesian: sarang; Ingrian: pesä; Ingush: бӏи; Irish: sead, nead; Italian: [[nido]]; Japanese: 巣, ネスト; Javanese: susuh; Kalmyk: үр; Kannada: ಗೂಡು; Karelian: pezä; Kayapó: jaê; Kazakh: ұя; Khmer: ទ្រនំ; Komi-Zyrian: поз; Korean: 둥지, 새집, 보금자리; Kurdish Central Kurdish: لانە, ھێلانە; Northern Kurdish: hêlîn; Kyrgyz: уя; Lakota: hoȟpi; Lao: ຮັງ; Latgalian: pereklis; Latin: [[nidus]]; Latvian: lizda, ligzda, lizda; Lezgi: муг; Ligurian: nïo; Lithuanian: lizdas; Livonian: pieza; Lombard: nid; Lü: ᦣᧂ; Ludian: peza; Luxembourgish: Nascht; Macedonian: гнездо; Maguindanao: salag; Makasae: wari; Malay: sarang; Malayalam: കൂട്; Maltese: bejta; Manchu: ᡶᡝᠶᡝ; Mansaka: pogad; Maori: kōhanga, kōpae, kōhanga; Maranao: salag; Mari Eastern Mari: пыжаш; Western Mari: пӹжӓш; Minangkabau: sarang; Moksha: пиза; Mongolian Cyrillic: үүр; Mongolian: ᠡᠭᠦᠷ; Nanai: омо; Navajo: atʼoh; Nepali: गुँड; Nga La: bu, vaa-bu; Ngazidja Comorian: traya; Northern Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: fuglerede, fuglereir, rede, reir; Nynorsk: fuglereir, reir; Occitan: nis; Ojibwe: zasaanh; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣздо; Old East Slavic: гнѣздо; Old English: nest; Oromo: mandhee; Osage: hcí; Ottoman Turkish: یوا; Pangasinan: abong, obong, balaong, kalaba, balolang; Papiamentu: nèshi; Pashto: ځاله; Persian: لانه, آشیانه; Piedmontese: ni; Pitjantjatjara: mina; Polish: gniazdo; Portuguese: [[ninho]]; Pykobjê: jaahi; Quechua: thapa; Rohingya: bahá; Romagnol: nid; Romanian: cuib; Romansch: gnieu, igniv; Russian: [[гнездо]]; Samoan: ōfaga; Sanskrit: स्वसर; Sardinian: nidu, niu; Campidanese: niu; Scottish Gaelic: nead; Serbo-Croatian Cyrillic: гнијездо, гнездо; Roman: gnijezdo, gnezdo; Shan: ႁင်း; Sicilian: nidu; Sinhalese: කදලුව; Slovak: hniezdo; Slovene: gnezdo; Sorbian Lower Sorbian: gnězdo; Upper Sorbian: hnězdo; Spanish: [[nido]]; Sundanese: sayang; Swahili: kiota; Swedish: rede, bo; Tabasaran: мукь; Tagalog: limliman; Tahitian: ofaaraa; Tai Dam: ꪭꪰꪉ; Tai Nüa: ᥞᥒᥰ; Tajik: лона, ошёна; Tamil: கூடு; Tatar: оя; Tausug: pugad; Tedim Chin: bu; Telugu: గూడు; Thai: รัง, รังนก; Tibetan: བྱ་ཚང; Tocharian B: lesto; Turkish: yuva; Turkmen: höwürtge; Ukrainian: гніздо; Urdu: گھوںسلا; Uyghur: ئۇۋا; Uzbek: uya, in; Venetian: nìo, nit; Veps: peza; Vietnamese: tổ, ổ; Vilamovian: naost; Volapük: bödanäst, bödanästil, näst, nästil, smabed; Võro: pesä; Votic: pesä; Warlpiri: mina; Welsh: nyth, nythod or; White Hmong: zes; Yámana: kuš; Yiddish: נעסט; Zhuang: rongz; Zou: bi, bu
}}
}}

Latest revision as of 16:28, 3 June 2024

Greek Monolingual

η / φωλεά, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φωλεά Ν
κατοικία ζώων, ιδίως πουλιών
νεοελλ.
1. ζωολ. κατασκευή που ετοιμάζει ένα ζώο για να στεγάσει τα αβγά του, τα νεογνά του ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εαυτό του
2. μτφ. α) απόκρυφο καταφύγιο, κρησφύγετοφωλιά τρομοκρατών»)
β) απόμερο οίκημα ερωτευμένων («αυτό το ξενοδοχείο είναι φωλιά για τα ζευγαράκια»)
γ) καθεμία από τις θέσεις σε οργωμένο αγρό στις οποίες παραχώνονται σπόροι ή κόνδυλοι φυτών για να φυτρώσουν
3. φρ. α) «πυροσβεστική φωλιά» — μεταλλικό κιβώτιο μέσα στο οποίο τοποθετείται πυροσβεστήρας και το οποίο βρίσκεται σε ευδιάκριτη θέση διαφόρων κτηρίων
β) «φωλιά αντίστασης»
στρ. κάθε εδαφικό σημείο που έχει ειδικά οργανωθεί για άμυνα
γ) «φωλιά πολυβόλου»
στρ. οχυρωμένη θέση όπου είναι τοποθετημένο πολυβόλο
δ) «φωλιά κόρακα»
ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του πρωραίου ιστού, κν. κορακοφωλιά
3. παροιμ. «ο διάολος δεν χαλάει τη φωλιά του» — δηλώνει ότι ένας κακοποιός δεν βλάπτει εκείνους που τον υποθάλπουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φωλεός. Ο νεοελλ. τ. φωλιά με συνίζηση (πρβλ. ελιά: ελαία, συκιά: συκέα)
για ετυμολ. βλ. λ. φωλεός.

Translations

nest

Abkhaz: ахтәалара; Acehnese: eumpung; Afrikaans: nes; Albanian: fole; Amharic: ጎጆ; Apache Western Apache: itʼoh; Arabic: عُشّ, أَعْشَاش, وَكْر; Egyptian Arabic: عش, وكر; Aragonese: niedo; Armenian: բույն; Aromanian: cuibar, cuib; Assamese: বাহ; Asturian: nieru, níu, ñíu; Azerbaijani: yuva; Bashkir: оя; Belarusian: гняздо; Bengali: নীড়, আবাস; Bikol Central: tataghan, salag; Bulgarian: гнездо; Burmese: သိုက်, အသိုက်, မြုံ; Canela: jahê; Catalan: niu; Cebuano: salag; Central Sierra Miwok: hé·sa-; Cham Eastern Western Chamicuro: imajka; Chechen: бен; Chinese Cantonese: 竇/窦; Dungan: вә; Hokkien: 岫; Mandarin: 鳥巢/鸟巢, 巢, 窩/窝; Chukchi: кытчыгъёԓгын; Corsican: nidu; Czech: hnízdo; Dalmatian: naid; Danish: rede, fuglerede; Dutch: nest; Erzya: пизэ; Esperanto: nesto; Estonian: pesa; Evenki: умук, хуги; Extremaduran: ñiu; Faroese: reiður; Fataluku: vari; Finnish: pesä; French: nid; Friulian: nît, nîd; Galician: niño, neal, niallo, neada, nío, liñeiro, cogordo; Georgian: ბუდე; German: Vogelnest, Nest; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌻𐍃; Greek: φωλιά; Ancient Greek: αὖλις, ἅλως, λέχος, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή; Guaraní: taity; Haitian Creole: nich; Hawaiian: pūnana; Hebrew: קֵן; Higaonon: salag; Hindi: घोसला, घोंसला; Hungarian: fészek; Icelandic: hreiður; Ido: ucelonesto, nesto; Indonesian: sarang; Ingrian: pesä; Ingush: бӏи; Irish: sead, nead; Italian: nido; Japanese: 巣, ネスト; Javanese: susuh; Kalmyk: үр; Kannada: ಗೂಡು; Karelian: pezä; Kayapó: jaê; Kazakh: ұя; Khmer: ទ្រនំ; Komi-Zyrian: поз; Korean: 둥지, 새집, 보금자리; Kurdish Central Kurdish: لانە, ھێلانە; Northern Kurdish: hêlîn; Kyrgyz: уя; Lakota: hoȟpi; Lao: ຮັງ; Latgalian: pereklis; Latin: nidus; Latvian: lizda, ligzda, lizda; Lezgi: муг; Ligurian: nïo; Lithuanian: lizdas; Livonian: pieza; Lombard: nid; Lü: ᦣᧂ; Ludian: peza; Luxembourgish: Nascht; Macedonian: гнездо; Maguindanao: salag; Makasae: wari; Malay: sarang; Malayalam: കൂട്; Maltese: bejta; Manchu: ᡶᡝᠶᡝ; Mansaka: pogad; Maori: kōhanga, kōpae, kōhanga; Maranao: salag; Mari Eastern Mari: пыжаш; Western Mari: пӹжӓш; Minangkabau: sarang; Moksha: пиза; Mongolian Cyrillic: үүр; Mongolian: ᠡᠭᠦᠷ; Nanai: омо; Navajo: atʼoh; Nepali: गुँड; Nga La: bu, vaa-bu; Ngazidja Comorian: traya; Northern Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: fuglerede, fuglereir, rede, reir; Nynorsk: fuglereir, reir; Occitan: nis; Ojibwe: zasaanh; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣздо; Old East Slavic: гнѣздо; Old English: nest; Oromo: mandhee; Osage: hcí; Ottoman Turkish: یوا; Pangasinan: abong, obong, balaong, kalaba, balolang; Papiamentu: nèshi; Pashto: ځاله; Persian: لانه, آشیانه; Piedmontese: ni; Pitjantjatjara: mina; Polish: gniazdo; Portuguese: ninho; Pykobjê: jaahi; Quechua: thapa; Rohingya: bahá; Romagnol: nid; Romanian: cuib; Romansch: gnieu, igniv; Russian: гнездо; Samoan: ōfaga; Sanskrit: स्वसर; Sardinian: nidu, niu; Campidanese: niu; Scottish Gaelic: nead; Serbo-Croatian Cyrillic: гнијездо, гнездо; Roman: gnijezdo, gnezdo; Shan: ႁင်း; Sicilian: nidu; Sinhalese: කදලුව; Slovak: hniezdo; Slovene: gnezdo; Sorbian Lower Sorbian: gnězdo; Upper Sorbian: hnězdo; Spanish: nido; Sundanese: sayang; Swahili: kiota; Swedish: rede, bo; Tabasaran: мукь; Tagalog: limliman; Tahitian: ofaaraa; Tai Dam: ꪭꪰꪉ; Tai Nüa: ᥞᥒᥰ; Tajik: лона, ошёна; Tamil: கூடு; Tatar: оя; Tausug: pugad; Tedim Chin: bu; Telugu: గూడు; Thai: รัง, รังนก; Tibetan: བྱ་ཚང; Tocharian B: lesto; Turkish: yuva; Turkmen: höwürtge; Ukrainian: гніздо; Urdu: گھوںسلا; Uyghur: ئۇۋا; Uzbek: uya, in; Venetian: nìo, nit; Veps: peza; Vietnamese: tổ, ổ; Vilamovian: naost; Volapük: bödanäst, bödanästil, näst, nästil, smabed; Võro: pesä; Votic: pesä; Warlpiri: mina; Welsh: nyth, nythod or; White Hmong: zes; Yámana: kuš; Yiddish: נעסט; Zhuang: rongz; Zou: bi, bu