συστρεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=systreptikos | |Transliteration C=systreptikos | ||
|Beta Code=sustreptiko/s | |Beta Code=sustreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συστρεπτική, συστρεπτικόν, [[coagulative]], of cold, Hp.''Epid.''6.3.6, ''Vict.''2.54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] [[stollend]], [[stremmend]], [[coagulerend]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
συστρεπτική, συστρεπτικόν, coagulative, of cold, Hp.Epid.6.3.6, Vict.2.54.
German (Pape)
[Seite 1045] ή, όν, zusammendrehend, -ziehend, Hippocr.; dicht, fest machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συστρεπτικός: -ή, -όν, πάνυ ψυχρός, συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε συστρέφω Ι. 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συστρέφω
(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.