χειραγωγώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(46) |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[ὥσπερ]] τυφλὸν ἐχειραγώγει», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», [[Ποσειδών]].)<br /><b>2.</b> [[καθοδηγώ]] (α. «τὴν | |mltxt=χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ [[χειραγωγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[ὥσπερ]] τυφλὸν ἐχειραγώγει», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», [[Ποσειδών]].)<br /><b>2.</b> [[καθοδηγώ]] (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῦσαν ἡμᾶς εἰς Χριστόν», Ωριγ.<br />β. «κυβερνήτου τὴν ὁλκάδα χειραγωγοῦν | ||
τος», Ηλιόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευθύνω]] κάποιον [[εκεί]] όπου [[θέλω]], [[στρέφω]] κάποιον στην [[κατεύθυνση]] που [[θέλω]] εγώ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:32, 9 September 2022
Greek Monolingual
χειραγωγῶ, -έω ΝΜΑ χειραγωγός
1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ.
β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.)
2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῦ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῦσαν ἡμᾶς εἰς Χριστόν», Ωριγ.
β. «κυβερνήτου τὴν ὁλκάδα χειραγωγοῦν
τος», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
κατευθύνω κάποιον εκεί όπου θέλω, στρέφω κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω εγώ.