υψώνω: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(44) |
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑψῶ, -όω, ΝΜΑ [[ύψος]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[εγείρω]], [[ανεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαίρω]], [[εξυμνώ]], [[επαινώ]] («[[ὅστις]] δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υψώνω]] [[φωνή]]» — [[διαμαρτύρομαι]] έντονα<br />β) «[[υψώνω]] την [[φωνή]]» — [[μιλώ]] πιο [[δυνατά]]<br />γ) «[[υψώνω]] την [[σημαία]] της επανάστασης [ή της ανταρσίας]» — [[κηρύσσω]] την [[επανάσταση]] [ή την [[ανταρσία]]]<br />δ) «[[υψώνω]] το [[κεφάλι]]» — [[περηφανεύομαι]]<br />ε) «[[υψώνω]] το [[κύπελλο]]» — [[κάνω]] [[πρόποση]], [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου<br />στ) «[[υψώνω]] τους ώμους» — [[σηκώνω]] τους ώμους ως [[ένδειξη]] αδιαφορίας ή αμηχανίας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος πολύ υψώνεται [[γρήγορα]] ταπεινώνεται» — δηλώνει ότι ο [[υπεροπτικός]] και [[αλαζονικός]] [[άνθρωπος]] [[γρήγορα]] ταπεινώνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υψηλό ύφος<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=ὑψῶ, -όω, ΝΜΑ [[ύψος]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[εγείρω]], [[ανεβάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαίρω]], [[εξυμνώ]], [[επαινώ]] («[[ὅστις]] δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υψώνω]] [[φωνή]]» — [[διαμαρτύρομαι]] έντονα<br />β) «[[υψώνω]] την [[φωνή]]» — [[μιλώ]] πιο [[δυνατά]]<br />γ) «[[υψώνω]] την [[σημαία]] της επανάστασης [ή της ανταρσίας]» — [[κηρύσσω]] την [[επανάσταση]] [ή την [[ανταρσία]]]<br />δ) «[[υψώνω]] το [[κεφάλι]]» — [[περηφανεύομαι]]<br />ε) «[[υψώνω]] το [[κύπελλο]]» — [[κάνω]] [[πρόποση]], [[πίνω]] στην [[υγεία]] κάποιου<br />στ) «[[υψώνω]] τους ώμους» — [[σηκώνω]] τους ώμους ως [[ένδειξη]] αδιαφορίας ή αμηχανίας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος πολύ υψώνεται [[γρήγορα]] ταπεινώνεται» — δηλώνει ότι ο [[υπεροπτικός]] και [[αλαζονικός]] [[άνθρωπος]] [[γρήγορα]] ταπεινώνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] με υψηλό ύφος<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑψοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />εγείρομαι, σηκώνομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑψοῦσθαι ἐκ ποδός» — σηκώνομαι [[ξαφνικά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
ὑψῶ, -όω, ΝΜΑ ύψος
1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω
2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «υψώνω φωνή» — διαμαρτύρομαι έντονα
β) «υψώνω την φωνή» — μιλώ πιο δυνατά
γ) «υψώνω την σημαία της επανάστασης [ή της ανταρσίας]» — κηρύσσω την επανάσταση [ή την ανταρσία]
δ) «υψώνω το κεφάλι» — περηφανεύομαι
ε) «υψώνω το κύπελλο» — κάνω πρόποση, πίνω στην υγεία κάποιου
στ) «υψώνω τους ώμους» — σηκώνω τους ώμους ως ένδειξη αδιαφορίας ή αμηχανίας
2. παροιμ. «όποιος πολύ υψώνεται γρήγορα ταπεινώνεται» — δηλώνει ότι ο υπεροπτικός και αλαζονικός άνθρωπος γρήγορα ταπεινώνεται
αρχ.
1. παριστάνω κάτι με υψηλό ύφος
2. μέσ. ὑψοῦμαι, -όομαι
εγείρομαι, σηκώνομαι
3. φρ. «ὑψοῦσθαι ἐκ ποδός» — σηκώνομαι ξαφνικά (Ιπποκρ.).