άρια: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[τραγούδι]] για μία [[φωνή]], [[σόλο]], με οργανική [[συνοδεία]] ([[κυρίως]] στην όπερα [[αλλά]] και σε καντάτες και ορατόρια).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η<br />[[τραγούδι]] για μία [[φωνή]], [[σόλο]], με οργανική [[συνοδεία]] ([[κυρίως]] στην όπερα [[αλλά]] και σε καντάτες και ορατόρια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>aria</i>, αρχ. [[σημασία]] «[[ατμοσφαιρικός]] [[αέρας]]» <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>aera</i>, αιτ. του <i>aer</i> «[[αέρας]]» (<span style="color: red;"><</span> ελλην. <i>αέρα</i>, αιτ. του <i>αήρ</i>)<br />κατ' άλλους <b>ιταλ.</b> <i>aria</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>aerea</i>, θηλ. του <i>aereus</i> «[[αέριος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>aer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>). Κατόπιν μεταγενέστερης επιδράσεως του (αρχ. γαλλ.) <i>aire</i>, ο τ. <i>aria</i> προσέλαβε αργότερα και τη [[σημασία]] «[[τρόπος]]», απ' όπου αναπτύχθηκε και η [[σημασία]] «της μελωδίας, του σκοπού» (<b>πρβλ.</b> και γερμ. <i>Weise</i> «[[τρόπος]], [[μελωδία]], [[σκοπός]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
η
τραγούδι για μία φωνή, σόλο, με οργανική συνοδεία (κυρίως στην όπερα αλλά και σε καντάτες και ορατόρια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. aria, αρχ. σημασία «ατμοσφαιρικός αέρας» < λατ. aera, αιτ. του aer «αέρας» (< ελλην. αέρα, αιτ. του αήρ)
κατ' άλλους ιταλ. aria < λατ. aerea, θηλ. του aereus «αέριος» (< aer < αήρ). Κατόπιν μεταγενέστερης επιδράσεως του (αρχ. γαλλ.) aire, ο τ. aria προσέλαβε αργότερα και τη σημασία «τρόπος», απ' όπου αναπτύχθηκε και η σημασία «της μελωδίας, του σκοπού» (πρβλ. και γερμ. Weise «τρόπος, μελωδία, σκοπός»)].