ίασπις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴασπις]], ἡ)<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[αδιαφανής]] [[ποικιλία]] του πυριτικού ορυκτού [[κερατόλιθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα [[ἴασπις]], τὸν | |mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴασπις]], ἡ)<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[αδιαφανής]] [[ποικιλία]] του πυριτικού ορυκτού [[κερατόλιθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα [[ἴασπις]], τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)<br /><b>2.</b> η [[καθαρότητα]], η [[αγιότητα]] σαν την [[λάμψη]] του λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] χρυσογόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ονομασία λίθου [[αλλά]] και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. <i>yašp</i><i>ē</i>. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. <i>jasper</i> «[[ίασπις]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].