ακάμας: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />πρβλ. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. <i>ἄ</i>-<i>κμητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>, <i>ἀνδρό</i>-<i>κμητος</i>, <i>δουρί</i>-<i>κμητος</i>, <i>πυρί</i>-<i>κμητος</i>)].
|mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />πρβλ. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. <i>ἄ</i>-<i>κμητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>, <i>ἀνδρό</i>-<i>κμητος</i>, <i>δουρί</i>-<i>κμητος</i>, <i>πυρί</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκάμας (-αντος), ο (Α)
1. ακούραστος, ακαταπόνητος
«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής
«ἀκάμαντες πόνοι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνω
η λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. του «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμας
πρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. -κμητος, πολύ-κμητος, ἀνδρό-κμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].