α- στερητικό: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(Created page with "==English== :'''1'''. a- privative, alpha-privative, alpha-privative prefix ===Alternative forms=== * ά- * άν- (used before a vowel) * αν- (used before a vowel) * αν...")
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
==English==
==English==
:'''1'''.  a- privative, alpha-privative, alpha-privative prefix
[[a-]], [[an-]], [[in-]], [[un-]], [[-less]]. [[alpha privative]], [[alpha privative prefix]], [[privative a]], [[alpha privativum]], indicating an [[opposite]] or lacking sense.


===Alternative forms===
===Alternative forms===
Line 10: Line 10:
* ανε-
* ανε-
* ανη-
* ανη-
# [[a-]], [[an-]], [[in-]], [[un-]], [[-less]]. [[alpha privative]], [[alpha privative prefix]], [[privative a]], [[alpha privativum]], indicating an [[opposite]] or lacking sense.


==Greek==
==Greek==

Latest revision as of 09:48, 21 October 2024

English

a-, an-, in-, un-, -less. alpha privative, alpha privative prefix, privative a, alpha privativum, indicating an opposite or lacking sense.

Alternative forms

  • ά-
  • άν- (used before a vowel)
  • αν- (used before a vowel)
  • ανα-
  • ανά-
  • ανε-
  • ανη-

Greek

ή αν- (πρό φωνήεντος)

1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
Παραδείγματα
άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
Παραδείγματα
αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
3. α- επιτακτικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
Παραδείγματα
ασκελής, αχανής, ατενής
4. α- ευφωνικό πρόθημα, που δεν επηρεάζει τη σημασία της λέξης
Παραδείγματα
αλισίβα, αλυγαριά, απάρθενος, απήγανος κ.ά.