προσεπιλαμβάνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />Mid. to [[take]] [[part]] with [[another]] in a [[thing]], to [[help]] one in a [[thing]] [[besides]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:35, 10 January 2019
Greek Monotonic
προσεπιλαμβάνομαι: μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
Mid. to take part with another in a thing, to help one in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.