ὀλιγοδρανέων: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(5) |
(1ba) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλιγοδρᾰνέων:''' -έουσα, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ., [[ικανός]] να πράξει [[λίγα]], [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀλιγοδρᾰνέων:''' -έουσα, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ., [[ικανός]] να πράξει [[λίγα]], [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[part]]. with no pres. in use]<br />[[able]] to do [[little]], [[feeble]], [[powerless]], Il. [from ὀλῐγοδρᾰνής] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδρανέων: -έουσα. (δράω, δραίνω) Ἐπιχ. μετοχ., ὁ ὀλίγα νὰ πράξῃ δυνάμενος, ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἰλ. Ο. 246, Π. 843, Χ. 337· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - πρβλ. ὀλιγηπελέων.
Greek Monotonic
ὀλιγοδρᾰνέων: -έουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., ικανός να πράξει λίγα, αδύναμος, ανίσχυρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
part. with no pres. in use]
able to do little, feeble, powerless, Il. [from ὀλῐγοδρᾰνής]