ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antoneomai
|Transliteration C=antoneomai
|Beta Code=a)ntwne/omai
|Beta Code=a)ntwne/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">buy instead</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>20.26</span>, <span class="bibl">Men.438.3</span>: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.42b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">bid against</b>, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο <span class="bibl">And.1.134</span>; ἀ. ἀλλήλοις <span class="bibl">Lys.22.9</span>; ὁ ἀντωνούμενος <b class="b2">rival bidder</b>, <span class="bibl">D. 18.239</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[buy instead]], X.''Oec.''20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.''Or.''1.42b.<br><span class="bld">2</span> [[bid against]], ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος [[rival bidder]], D. 18.239.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[comprar a cambio]] ἄλλον X.<i>Oec</i>.20.26, ἅβραν Men.<i>Fr</i>.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3<br /><b class="num"></b>fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.<i>Or</i>.1.42b.<br /><b class="num">2</b> [[pujar en contra]] οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.<i>Myst</i>.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς <i>PIand</i>.100.9 (IV d.C.)<br /><b class="num"></b>ὁ ἀντωνούμενος [[pujador rival]] D.18.239.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] (s. [[ὠνέομαι]]), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] (s. [[ὠνέομαι]]), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
|btext=[[ἀντωνοῦμαι]];<br /><b>1</b> [[acheter à la place d'un autre]];<br /><b>2</b> enchérir sur (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> acheter à la place d’un autre;<br /><b>2</b> enchérir sur (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὠνέομαι]].
|elrutext='''ἀντωνέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[покупать взамен]] Xen., Men.;<br /><b class="num">2</b> [[участвовать в торгах]], [[соперничать в купле]], [[надбавлять цену]] (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[comprar a cambio]] ἄλλον X.<i>Oec</i>.20.26, ἅβραν Men.<i>Fr</i>.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3<br /><b class="num">•</b>fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.<i>Or</i>.1.42b.<br /><b class="num">2</b> [[pujar en contra]] οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.<i>Myst</i>.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς <i>PIand</i>.100.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>ὁ ἀντωνούμενος [[pujador rival]] D.18.239.
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντωνέομαι:''' παρατ. <i>-εωνούμην</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγοράζω]] αντί άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] μεγαλύτερη [[τιμή]], <i>ἀλλήλοις</i>, σε Λυσ.· <i>ὁ ἀντωνούμενος</i>, ο [[αντίπαλος]] [[αγοραστής]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντωνέομαι:''' παρατ. <i>-εωνούμην</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αγοράζω]] αντί άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] μεγαλύτερη [[τιμή]], <i>ἀλλήλοις</i>, σε Λυσ.· <i>ὁ ἀντωνούμενος</i>, ο [[αντίπαλος]] [[αγοραστής]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> Dep to buy [[instead]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to bid [[against]], ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a [[rival]] bidder, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνέομαι Medium diacritics: ἀντωνέομαι Low diacritics: αντωνέομαι Capitals: ΑΝΤΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antōnéomai Transliteration B: antōneomai Transliteration C: antoneomai Beta Code: a)ntwne/omai

English (LSJ)

A buy instead, X.Oec.20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.Or.1.42b.
2 bid against, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος rival bidder, D. 18.239.

Spanish (DGE)

1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.
2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς PIand.100.9 (IV d.C.)
ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.

German (Pape)

[Seite 265] (s. ὠνέομαι), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.

French (Bailly abrégé)

ἀντωνοῦμαι;
1 acheter à la place d'un autre;
2 enchérir sur (qqn).
Étymologie: ἀντί, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνέομαι:
1 покупать взамен Xen., Men.;
2 участвовать в торгах, соперничать в купле, надбавлять цену (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνέομαι: ἀποθ., ἀγοράζω ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν ὡς ἀντίπαλος ἀγοραστής, παρουσιάζομαι καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, ἀντίπαλος πλειοδότης, Δημ. 307. 6.

Greek Monotonic

ἀντωνέομαι: παρατ. -εωνούμην, αποθ.,
1. αγοράζω αντί άλλου, σε Ξεν.
2. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή, ἀλλήλοις, σε Λυσ.· ὁ ἀντωνούμενος, ο αντίπαλος αγοραστής, σε Δημ.

Middle Liddell

1. Dep to buy instead, Xen.
2. to bid against, ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a rival bidder, Dem.