διαμικρολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diamikrologeomai
|Transliteration C=diamikrologeomai
|Beta Code=diamikrologe/omai
|Beta Code=diamikrologe/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deal grudgingly</b>, πρός τινα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>30</span>.</span>
|Definition=[[deal grudgingly]], πρός τινα Plu.''Sol.''30.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[conducirse con resentimiento]] πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.<i>Sol</i>.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., sehr kleinlich sein, [[περί]] τινος [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., sehr kleinlich sein, [[περί]] τινος [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
|btext=[[διαμικρολογοῦμαι]];<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεμικρολογεῖτο;<br />[[opposer de petites raisons]], [[chicaner]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μικρολογέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεμικρολογεῖτο;<br />opposer de petites raisons, chicaner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μικρολογέω]].
|elnltext=δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=[[conducirse con resentimiento]] πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.<i>Sol</i>.30.
|elrutext='''διαμικρολογέομαι:''' спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] με [[μικρότητα]], [[αντιμετωπίζω]] με [[μικροπρέπεια]], [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαμῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] με [[μικρότητα]], [[αντιμετωπίζω]] με [[μικροπρέπεια]], [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[deal]] [[meanly]], πρός τινα Plut.
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑκρολογέομαι Medium diacritics: διαμικρολογέομαι Low diacritics: διαμικρολογέομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diamikrologéomai Transliteration B: diamikrologeomai Transliteration C: diamikrologeomai Beta Code: diamikrologe/omai

English (LSJ)

deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.

Spanish (DGE)

conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.

French (Bailly abrégé)

διαμικρολογοῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.

Russian (Dvoretsky)

διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).

Greek Monotonic

διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.