ἡδυπότης: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idypotis | |Transliteration C=idypotis | ||
|Beta Code=h(dupo/ths | |Beta Code=h(dupo/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἡδυπότου,<br><span class="bld">A</span> [[fond of drinking]], [[epithet]] of [[Dionysus]], ''AP''9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493.<br><span class="bld">II</span> [[furnishing sweet drink]], ἄμπελος [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 12.249. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[convive aimable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδῠπότης:''' ου ὁ [[приятный собутыльник]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδυπότης''': -ου, πίνων [[ἡδέως]], [[φιλοπότης]], [[Διόνυσος]] Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34. | |lstext='''ἡδυπότης''': -ου, πίνων [[ἡδέως]], [[φιλοπότης]], [[Διόνυσος]] Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυπότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το [[ποτό]], [[λάτρης]] του ποτού, [[φιλοπότης]]<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που παρέχει καλό και [[γλυκό]] [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), | |mltxt=[[ἡδυπότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το [[ποτό]], [[λάτρης]] του ποτού, [[φιλοπότης]]<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που παρέχει καλό και [[γλυκό]] [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-[[πότης]] συμ</i>-[[πότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδυπότης:''' -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο [[φιλοπότης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡδυπότης:''' -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο [[φιλοπότης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡδυ-[[πότης]], ου,<br />[[fond]] of [[drinking]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡδυπότου,
A fond of drinking, epithet of Dionysus, AP9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493.
II furnishing sweet drink, ἄμπελος Nonn. D. 12.249.
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
convive aimable.
Étymologie: ἡδύς, πίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπότης: ου ὁ приятный собутыльник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπότης: -ου, πίνων ἡδέως, φιλοπότης, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34.
Greek Monolingual
ἡδυπότης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το ποτό, λάτρης του ποτού, φιλοπότης
2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης συμ-πότης.
Greek Monotonic
ἡδυπότης: -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο φιλοπότης, σε Ανθ.