λεπτόγραμμος: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptogrammos | |Transliteration C=leptogrammos | ||
|Beta Code=lepto/grammos | |Beta Code=lepto/grammos | ||
|Definition= | |Definition=λεπτόγραμμον, [[written small]] or [[neat]], Id.''Symp.''17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[écrit en caractères très fins]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτόγραμμος:''' [[мелко написанный]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόγραμμος''': -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17. | |lstext='''λεπτόγραμμος''': -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ισόγραμμος]], [[μονόγραμμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπτόγραμμος:''' -ον ([[γράμμα]]), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, [[γραμμένος]] [[καθαρά]] ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ. | |lsmtext='''λεπτόγραμμος:''' -ον ([[γράμμα]]), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, [[γραμμένος]] [[καθαρά]] ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λεπτό-γραμμος, ον [[γράμμα]]<br />written [[small]] or [[neat]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
λεπτόγραμμον, written small or neat, Id.Symp.17.
German (Pape)
[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόγραμμος: мелко написанный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισόγραμμος, μονόγραμμος].
Greek Monotonic
λεπτόγραμμος: -ον (γράμμα), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, γραμμένος καθαρά ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.