μαθητός: Difference between revisions

(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mathitos
|Transliteration C=mathitos
|Beta Code=maqhto/s
|Beta Code=maqhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">learnt, that may be learnt</b>, <b class="b3">ἀνθρώποις</b> <b class="b2">by</b> men, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.23</span>; <b class="b3">ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή</b>] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span> 70a</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099b9</span>; μ. τε καὶ διδακτά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319c</span>.</span>
|Definition=μαθητή, μαθητόν, [[learnt]], [[that may be learnt]], [[ἀνθρώποις]] [[by]] men, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.23; <b class="b3">ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή]</b> Pl.''Men.'' 70a, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b9; μ. τε καὶ διδακτά [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 319c.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut apprendre]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[μανθάνω]], <i>[[erlernt]], [[lernbar]]</i>, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ [[εἶναι]], Plat. <i>Prot</i>. 319c, [[öfter]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰθητός:''' [[доступный усвоению или изучению]], [[которому можно научить]] (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰθητός''': -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ [[ἀρετὴ]]] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.
|lstext='''μᾰθητός''': -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ [[ἀρετὴ]]] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰθητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''μᾰθητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰθητός, ή, όν<br />learnt, that may be learnt, Xen., Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[that may be taught]]
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

English (LSJ)

μαθητή, μαθητόν, learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt. 319c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, erlernt, lernbar, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι, Plat. Prot. 319c, öfter.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.

Greek Monolingual

μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.

Greek Monotonic

μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

that may be taught