ὀρθόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthopolis
|Transliteration C=orthopolis
|Beta Code=o)rqo/polis
|Beta Code=o)rqo/polis
|Definition=εως, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">upholding the city</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.7</span>, <span class="title">BCH</span>23.302 (Termessus).</span>
|Definition=-εως, ὁ, ἡ, [[upholding the city]], Pi.''O.''2.7, ''BCH''23.302 (Termessus).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0375.png Seite 375]] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0375.png Seite 375]] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />[[qui dirige sagement la Cité]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόπολις:''' εως adj. правящий государством или городом Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ [[ἑαυτοῦ]] δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.
|lstext='''ὀρθόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ [[ἑαυτοῦ]] δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />qui dirige sagement la Cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πόλις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11&#774;{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7)
|sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11&#774;{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀρθόπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθό-πολις, εως,<br />upholding the [[city]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπολις Medium diacritics: ὀρθόπολις Low diacritics: ορθόπολις Capitals: ΟΡΘΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: orthópolis Transliteration B: orthopolis Transliteration C: orthopolis Beta Code: o)rqo/polis

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).

German (Pape)

[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπολις: εως adj. правящий государством или городом Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.

English (Slater)

ὀρθόπολις m. adj., who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)

Greek Monolingual

ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.

Greek Monotonic

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀρθό-πολις, εως,
upholding the city, Pind.