Σκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Skythizō
|Transliteration B=Skythizō
|Transliteration C=Skythizo
|Transliteration C=Skythizo
|Beta Code=*skuqi/zw
|Beta Code=*skuqi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">behave like a Scythian</b>, i.e., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">drink immoderately</b>, Hieronym.Rhod. ap. <span class="bibl">Ath.11.499f</span>; cf. [[ἐπισκυθίζω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> from the Scythian practice of scalping slain enemies, <b class="b2">shave the head</b>, ἐσκυθισμένος ξυρῷ <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>241</span>; so [<b class="b3">χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ</b> <b class="b2">cut</b> it <b class="b2">off</b> in mourning, <span class="title">Epigr.Gr.</span>790.8 (Achaea): cf. [[ἀποσκυθίζω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">talk Scythian</b>, <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>30.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[behave like a Scythian]], i.e.,<br><span class="bld">1</span> [[drink immoderately]], Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. [[ἐπισκυθίζω]].<br><span class="bld">2</span> from the Scythian practice of scalping slain enemies, [[shave the head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.''El.''241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ [[cut]] it [[off]] in mourning, ''Epigr.Gr.''790.8 (Achaea): cf. [[ἀποσκυθίζω]].<br><span class="bld">3</span> [[talk Scythian]], Him.''Or.''30.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[Σκύθης]], [[μιμούμαι]] τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το [[δέρμα]] του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, [[ξυρίζω]] το [[κεφάλι]] μου· <i>ἐσκυθισμένος ξυρῷ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''Σκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[Σκύθης]], [[μιμούμαι]] τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το [[δέρμα]] του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, [[ξυρίζω]] το [[κεφάλι]] μου· <i>ἐσκυθισμένος ξυρῷ</i>, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]<br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur. <br /><br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκυθίζω Medium diacritics: Σκυθίζω Low diacritics: Σκυθίζω Capitals: ΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: Skythízō Transliteration B: Skythizō Transliteration C: Skythizo Beta Code: *skuqi/zw

English (LSJ)

A behave like a Scythian, i.e.,
1 drink immoderately, Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. ἐπισκυθίζω.
2 from the Scythian practice of scalping slain enemies, shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.El.241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ cut it off in mourning, Epigr.Gr.790.8 (Achaea): cf. ἀποσκυθίζω.
3 talk Scythian, Him.Or.30.1.

German (Pape)

[Seite 906] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. ἀποσκυθίζω.

Greek (Liddell-Scott)

Σκῠθίζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς Σκύθης· δηλ.,1) πίνω ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. ἐπισκυθίζω. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ ξυρίζω τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς σημεῖον πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. ἀποσκυθίζω, χειρόμακτρον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.

Greek Monotonic

Σκῠθίζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι ως Σκύθης, μιμούμαι τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το δέρμα του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, ξυρίζω το κεφάλι μου· ἐσκυθισμένος ξυρῷ, σε Ευρ.

Middle Liddell

Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur.

to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.