τραχών: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachon
|Transliteration C=trachon
|Beta Code=traxw/n
|Beta Code=traxw/n
|Definition=ῶνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a rugged, stony tract</b>, <span class="bibl">Str.4.1.5</span>, <span class="bibl">D.H. 19.4</span>, <span class="title">PVat.</span>11rv6 (ii A. D.), Luc. <span class="title">VH</span>2.30, <span class="bibl"><span class="title">Tox.</span>49</span>:—hence Τράχων, in Syria, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.16.5</span>; and Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, χώρα <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>3.1</span>, etc.; Τραχωνῖται, οἱ, <b class="b2">its inhabitants</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.10.10</span>; T. Ἄραβες <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Geog.</span>5.14.20</span>.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ, a [[rugged]], [[stony tract]], Str.4.1.5, D.H. 19.4, ''PVat.''11rv6 (ii A. D.), Luc. ''VH''2.30, ''Tox.''49:—hence [[Τράχων]], in Syria, J.''AJ''13.16.5; and Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, χώρα ''Ev.Luc.''3.1, etc.; Τραχωνῖται, οἱ, [[its inhabitants]], J.''BJ''3.10.10; T. Ἄραβες Ptol. ''Geog.''5.14.20.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ῶνος, ὁ, <i>[[rauhe]], harte, [[steinige]] [[Gegend]]</i>, Dion.Hal. 17.5; Luc. vrbdt πέτραις καὶ τραχῶσι, <i>V.H</i>. 2.30.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾱχών:''' ῶνος или [[τράχων]], ωνος ὁ [[каменистое место]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[βραχώδης]] και [[ξερός]] [[τόπος]] («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοιτ</i>-<i>ών</i>), από όπου το [[τοπωνύμιο]] <i>Τράχων</i>].
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[βραχώδης]] και [[ξερός]] [[τόπος]] («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> ([[πρβλ]]. [[κοιτών]]), από όπου το [[τοπωνύμιο]] <i>Τράχων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾱχών:''' -ῶνος, ὁ, τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[πετρώδης]] [[τόπος]], σε Λουκ.· ομοίως, Τραχωνῖτις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
|lsmtext='''τρᾱχών:''' -ῶνος, ὁ, τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[πετρώδης]] [[τόπος]], σε Λουκ.· ομοίως, Τραχωνῖτις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,<br />a [[rugged]], [[stony]] [[tract]], Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχών Medium diacritics: τραχών Low diacritics: τραχών Capitals: ΤΡΑΧΩΝ
Transliteration A: trachṓn Transliteration B: trachōn Transliteration C: trachon Beta Code: traxw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, a rugged, stony tract, Str.4.1.5, D.H. 19.4, PVat.11rv6 (ii A. D.), Luc. VH2.30, Tox.49:—hence Τράχων, in Syria, J.AJ13.16.5; and Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, χώρα Ev.Luc.3.1, etc.; Τραχωνῖται, οἱ, its inhabitants, J.BJ3.10.10; T. Ἄραβες Ptol. Geog.5.14.20.

German (Pape)

[ᾱ], ῶνος, ὁ, rauhe, harte, steinige Gegend, Dion.Hal. 17.5; Luc. vrbdt πέτραις καὶ τραχῶσι, V.H. 2.30.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχών: ῶνος или τράχων, ωνος ὁ каменистое место Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχών: -ῶνος, ὁ, τραχύ, ἀνώμαλον ἔδαφος, τόπος πετρώδης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30, Τόξ. 49˙ - ἐντεῦθεν Τράχων (ὡς τὸ Τραχίς), ἐν Συρίᾳ, Ἰώσηπ. 13. 16, 5˙ καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 10, κλπ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. κοιτών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων].

Greek Monotonic

τρᾱχών: -ῶνος, ὁ, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, πετρώδης τόπος, σε Λουκ.· ομοίως, Τραχωνῖτις, -ιδος, , σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.

Middle Liddell

τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,
a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.