Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰοδνεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iodnefis
|Transliteration C=iodnefis
|Beta Code=i)odnefh/s
|Beta Code=i)odnefh/s
|Definition=ές, (δνόφος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dark as the flower</b> <b class="b3">ἴον</b> (v. ἴον <span class="bibl">1v</span>), <b class="b2">purple-dark</b>, εἶρος <span class="bibl">Od.4.135</span>,<span class="bibl">9.426</span>.</span>
|Definition=ἰοδνεφές, ([[δνόφος]]) [[dark]] as the [[flower]] [[ἴον]] (v. [[ἴον]] 1V), [[purple-dark]], [[εἶρος]] Od.4.135,9.426.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, [[εἶρος]] Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. [[μέλαν]], οἱ δὲ πορφυρίζον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, [[εἶρος]] Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. [[μέλαν]], οἱ δὲ πορφυρίζον.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[d'un violet foncé]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοδνεφής:''' (ῑ) темно-лиловый, темного цвета ([[εἶρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.
|lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’un violet foncé, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἰοδνεφής:''' -ές ([[δνόφος]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας ([[ἴον]]), [[χρώμα]] μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἰοδνεφής:''' -ές ([[δνόφος]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας ([[ἴον]]), [[χρώμα]] μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἰοδνεφής:''' (ῑ) темно-лиловый, темного цвета ([[εἶρος]] Hom.).
|mdlsjtxt=ἰο-δνεφής, ές [[δνόφος]]<br />[[violet]]-[[dark]], [[purple]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοδνεφής Medium diacritics: ἰοδνεφής Low diacritics: ιοδνεφής Capitals: ΙΟΔΝΕΦΗΣ
Transliteration A: iodnephḗs Transliteration B: iodnephēs Transliteration C: iodnefis Beta Code: i)odnefh/s

English (LSJ)

ἰοδνεφές, (δνόφος) dark as the flower ἴον (v. ἴον 1V), purple-dark, εἶρος Od.4.135,9.426.

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un violet foncé, sombre.
Étymologie: ἴον, δνόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοδνεφής: (ῑ) темно-лиловый, темного цвета (εἶρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοδνεφής: -ές, (δνόφος) ἔχων χρῶμα σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ μέλαν ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.

English (Autenrieth)

ές (ϝίον, δνόφος): violetdark, dark-hued, εἶρος. (Od.)

Greek Monolingual

ἰοδνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δνεφής (< αμάρτ. δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)].

Greek Monotonic

ἰοδνεφής: -ές (δνόφος), αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας (ἴον), χρώμα μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἰο-δνεφής, ές δνόφος
violet-dark, purple, Od.