ἰοδνεφής: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iodnefis | |Transliteration C=iodnefis | ||
|Beta Code=i)odnefh/s | |Beta Code=i)odnefh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰοδνεφές, ([[δνόφος]]) [[dark]] as the [[flower]] [[ἴον]] (v. [[ἴον]] 1V), [[purple-dark]], [[εἶρος]] Od.4.135,9.426. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, [[εἶρος]] Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. [[μέλαν]], οἱ δὲ πορφυρίζον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, [[εἶρος]] Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. [[μέλαν]], οἱ δὲ πορφυρίζον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[d'un violet foncé]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰοδνεφής:''' (ῑ) темно-лиловый, темного цвета ([[εἶρος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426. | |lstext='''ἰοδνεφής''': -ές, ([[δνόφος]]) ἔχων [[χρῶμα]] σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ [[μέλαν]] ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς [[εἶρος]] ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἰοδνεφής:''' -ές ([[δνόφος]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας ([[ἴον]]), [[χρώμα]] μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἰοδνεφής:''' -ές ([[δνόφος]]), αυτός που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας ([[ἴον]]), [[χρώμα]] μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ἰο-δνεφής, ές [[δνόφος]]<br />[[violet]]-[[dark]], [[purple]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰοδνεφές, (δνόφος) dark as the flower ἴον (v. ἴον 1V), purple-dark, εἶρος Od.4.135,9.426.
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un violet foncé, sombre.
Étymologie: ἴον, δνόφος.
Russian (Dvoretsky)
ἰοδνεφής: (ῑ) темно-лиловый, темного цвета (εἶρος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰοδνεφής: -ές, (δνόφος) ἔχων χρῶμα σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ μέλαν ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.
English (Autenrieth)
ές (ϝίον, δνόφος): violetdark, dark-hued, εἶρος. (Od.)
Greek Monolingual
ἰοδνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δνεφής (< αμάρτ. δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)].
Greek Monotonic
ἰοδνεφής: -ές (δνόφος), αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας (ἴον), χρώμα μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ.