σμερδνός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smerdnos
|Transliteration C=smerdnos
|Beta Code=smerdno/s
|Beta Code=smerdno/s
|Definition=ή, όν,= foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.742</span>; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>357</span>; μυγαλέη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>815</span>:—as Adv., σμερδνὸν βοόων <span class="bibl">Il. 15.687</span>; δέρκεται <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>31.9</span>.</span>
|Definition=σμερδνή, σμερδνόν, = [[σμερδαλέος]] ([[terrible to look on]], [[fearful]], [[aweful]], [[direful]], [[terrible to hear]]), Γοργείη κεφαλή ''Il.'' 5.742 ; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A. ''Pr.'' 357 ; [[μυγαλέη]] Nic. ''Th.'' 815 ; — as adverb, σμερδνὸν βοόων ''Il.'' 15.687 ; δέρκεται ''h.Hom.'' 31.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] = [[σμερδαλέος]], bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] = [[σμερδαλέος]], bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σμερδνός''': -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> [[mordere]].
}}
{{elnl
|elnltext=σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σμερδαλέος]] ; <i>neutre adv.</i> • σμερδνόν.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδαλέος]], <i>lat.</i> mordere.
|elrutext='''σμερδνός:''' Hom., Aesch. = [[σμερδαλέος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>νός</i>). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[δεινός]]). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμερδνός:''' -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., <i>σμερδνόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σμερδνός:''' -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., <i>σμερδνόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμερδνός:''' Hom., Aesch. = [[σμερδαλέος]].
|lstext='''σμερδνός''': -ή, -όν, = [[σμερδαλέος]], αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σμερδνός]], ή, όν = σμερδάλεος]<br />Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dreadful]]
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμερδνός Medium diacritics: σμερδνός Low diacritics: σμερδνός Capitals: ΣΜΕΡΔΝΟΣ
Transliteration A: smerdnós Transliteration B: smerdnos Transliteration C: smerdnos Beta Code: smerdno/s

English (LSJ)

σμερδνή, σμερδνόν, = σμερδαλέος (terrible to look on, fearful, aweful, direful, terrible to hear), Γοργείη κεφαλή Il. 5.742 ; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A. Pr. 357 ; μυγαλέη Nic. Th. 815 ; — as adverb, σμερδνὸν βοόων Il. 15.687 ; δέρκεται h.Hom. 31.9.

German (Pape)

[Seite 910] = σμερδαλέος, bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σμερδαλέος ; neutre adv. • σμερδνόν.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδαλέος, lat. mordere.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.

Russian (Dvoretsky)

σμερδνός: Hom., Aesch. = σμερδαλέος.

English (Autenrieth)

= σμερδαλέος, Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, βοᾶν, Il. 15.687, 732.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σμερδαλέος
2. (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) σμερδνόν
με φρικαλέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. σμερδαλέος με επίθημα -νός (πρβλ. δεινός). Για την εναλλαγή αυτή στα επιθήματα πρβλ. ἰσχαλέος: ἰσχνός (για ετυμολ. βλ. λ. σμερδαλέος)].

Greek Monotonic

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., σμερδνόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».

Middle Liddell

σμερδνός, ή, όν = σμερδάλεος]
Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.

English (Woodhouse)

dreadful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)