περικωνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikoneo
|Transliteration C=perikoneo
|Beta Code=perikwne/w
|Beta Code=perikwne/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">smear all over with pitch</b>, <b class="b3">π. τὰ ἐμβάδια</b> <b class="b2">black</b> shoes, <span class="bibl">Ar. <span class="title">V.</span>600</span>.</span>
|Definition=[[smear all over with pitch]], <b class="b3">π. τὰ ἐμβάδια</b> [[black]] shoes, Ar. ''V.''600.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περικωνέω''': ([[κῶνος]] ΙΙ) [[ἀλείφω]] ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = [[περιρρομβέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι ([[οὕτως]] ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).
|btext=[[περικωνῶ]] :<br />enduire de poix <i>ou</i> de cirage.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κῶνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=περικωνέω &#91;[[περί]], [[κῶνος]]] [[met pek insmeren]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix <i>ou</i> de cirage.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κῶνος]].
|elrutext='''περικωνέω:''' [[ваксить]] (τὰ ἐμβάδια Arph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικωνέω:''' ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).
|lstext='''περικωνέω''': ([[κῶνος]] ΙΙ) [[ἀλείφω]] ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = [[περιρρομβέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι ([[οὕτως]] ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[κῶνος]]<br />to [[smear]] all [[over]] with [[pitch]], π. τὰ ἐμβάδια to [[black]] shoes, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικωνέω Medium diacritics: περικωνέω Low diacritics: περικωνέω Capitals: ΠΕΡΙΚΩΝΕΩ
Transliteration A: perikōnéō Transliteration B: perikōneō Transliteration C: perikoneo Beta Code: perikwne/w

English (LSJ)

smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.

German (Pape)

[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.

French (Bailly abrégé)

περικωνῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren.

Russian (Dvoretsky)

περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).

Greek Monotonic

περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).

Middle Liddell

fut. ήσω κῶνος
to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.