τερψίχορος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=τερψίχορος
|Medium diacritics=τερψίχορος
|Low diacritics=τερψίχορος
|Capitals=ΤΕΡΨΙΧΟΡΟΣ
|Transliteration A=terpsíchoros
|Transliteration B=terpsichoros
|Transliteration C=terpsichoros
|Beta Code=teryi/xoros
|Definition=ον, [[enjoying the dance]], esp. the choral dance, of Apollo, ''AP'' 9.525.20.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. [[Τερψιχόρη]], N. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1095.png Seite 1095]] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. [[Τερψιχόρη]], N. pr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui aime les danses]].<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]], [[χορός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερψίχορος:''' [[радующийся пляске]], [[любящий танцы]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερψίχορος''': -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.
|lstext='''τερψίχορος''': -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime les danses.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]], [[χορός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>χορος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορός]]), [[πρβλ]]. [[ἀλεξίχορος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερψίχορος:''' -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
|lsmtext='''τερψίχορος:''' -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''τερψίχορος:''' радующийся пляске, любящий танцы ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
|mdlsjtxt=τερψί-χορος, ον,<br />enjoying the [[dance]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψίχορος Medium diacritics: τερψίχορος Low diacritics: τερψίχορος Capitals: ΤΕΡΨΙΧΟΡΟΣ
Transliteration A: terpsíchoros Transliteration B: terpsichoros Transliteration C: terpsichoros Beta Code: teryi/xoros

English (LSJ)

ον, enjoying the dance, esp. the choral dance, of Apollo, AP 9.525.20.

German (Pape)

[Seite 1095] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les danses.
Étymologie: τέρπω, χορός.

Russian (Dvoretsky)

τερψίχορος: радующийся пляске, любящий танцы (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τερψίχορος: -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, μάλιστα ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξίχορος].

Greek Monotonic

τερψίχορος: -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.

Middle Liddell

τερψί-χορος, ον,
enjoying the dance, Anth.