πολυόμματος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyommatos
|Transliteration C=polyommatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">many-eyed</b>, of Argus, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>3.1</span>.</span>
|Definition=πολυόμματον, [[many-eyed]], of [[Argus]], Luc.''DDeor.''3.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] [[vieläugig]], Argos, Luc. D. D. 3, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a beaucoup d'yeux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄμμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυόμματος -ον &#91;[[πολύς]], [[ὄμμα]]] [[met vele ogen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυόμμᾰτος:''' [[многоокий]] ([[Ἄργος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυόμμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.
|lstext='''πολυόμμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d’yeux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄμμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πολυόμματος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια (α. «βουκόλον [[τίνα]] πολυόμματον Ἄργον [[τοὔνομα]] ἐπέστησεν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ [[δύναμις]] τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> «[[μάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>].
|mltxt=ο / [[πολυόμματος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια (α. «βουκόλον [[τίνα]] πολυόμματον Ἄργον [[τοὔνομα]] ἐπέστησεν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ [[δύναμις]] τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> «[[μάτι]]»), [[πρβλ]]. [[γλαυκόμματος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμμᾰτος Medium diacritics: πολυόμματος Low diacritics: πολυόμματος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyómmatos Transliteration B: polyommatos Transliteration C: polyommatos Beta Code: poluo/mmatos

English (LSJ)

πολυόμματον, many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.

German (Pape)

[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.

Russian (Dvoretsky)

πολυόμμᾰτος: многоокий (Ἄργος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.

Greek Monolingual

ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκόμματος].

Greek Monotonic

πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.