σιτηρέσιον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitiresion
|Transliteration C=sitiresion
|Beta Code=sithre/sion
|Beta Code=sithre/sion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">provision-money</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.2.4</span>; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει <span class="bibl">D.4.28</span>; <b class="b3">ἐδίδου τοῖς ναύταις σ</b>. <span class="bibl">Id.50.53</span>; ἐργώναις σ. <span class="title">IG</span>42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, <b class="b2">allowance, pension</b>, PLond.3.955.10 (iii A.D.); <b class="b2">annuity purchased</b>, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, <b class="b3">σ. ἔμμηνον</b> a monthly <b class="b2">allowance of grain</b> to the poorer citizens, Lat. <b class="b2">frumentatio</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>8</span>, cf. <span class="bibl">57</span>, <span class="bibl"><span class="title">Crass.</span>2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cat.Mi.</span>26</span>; cf. [[σιτοδοτέω]].</span>
|Definition=τό, [[provision-money]], X.''An.''6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; <b class="b3">ἐδίδου τοῖς ναύταις σ.</b> Id.50.53; ἐργώναις σ. ''IG''42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, [[allowance]], [[pension]], PLond.3.955.10 (iii A.D.); [[annuity purchased]], Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, <b class="b3">σ. ἔμμηνον</b> a monthly [[allowance of grain]] to the poorer citizens, Lat. [[frumentatio]], Plu.''Caes.''8, cf. 57, ''Crass.''2, ''Cat.Mi.''26; cf. [[σιτοδοτέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτηρέσιον:''' τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. [[tessera]] frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]].
|lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηρέσιον:''' τό, προμήθειες, τρόφιμα, [[ιδίως]] λέγεται για το [[επίδομα]] σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη [[Ρώμη]], [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον, η μηνιαία [[χορήγηση]] σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. [[tessera]] frumentia, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σῑτηρέσιον:''' τό, προμήθειες, τρόφιμα, [[ιδίως]] λέγεται για το [[επίδομα]] σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη [[Ρώμη]], [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον, η μηνιαία [[χορήγηση]] σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. [[tessera]] frumentia, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).
|mdlsjtxt=σῑτηρέσιον, ου, τό,<br />provisions, [[victuals]], especially of soldiers' [[provision]]-[[money]], Xen., Dem.:—at [[Rome]], σιτ. ἔμμηνον a [[monthly]] [[allowance]] of [[grain]] to the poorer citizens, Lat. [[tessera]] frumentaria, Plut. [from σῑτηρός]
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''σῑτηρέσιον:''' τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. [[tessera]] frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).
|woodrun=[[allowance for provisions]], [[money to buy provisions]], [[provisions]]
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρέσιον Medium diacritics: σιτηρέσιον Low diacritics: σιτηρέσιον Capitals: ΣΙΤΗΡΕΣΙΟΝ
Transliteration A: sitērésion Transliteration B: sitēresion Transliteration C: sitiresion Beta Code: sithre/sion

English (LSJ)

τό, provision-money, X.An.6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. Id.50.53; ἐργώναις σ. IG42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.

German (Pape)

[Seite 885] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fourniture en vivres ou en argent ; solde : σιτηρέσιον ἔμμηνον PLUT à Rome allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (lat. tessera frumentaria).
Étymologie: σιτηρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).

Russian (Dvoretsky)

σῑτηρέσιον: τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. tessera frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρέσιον: τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, μάλιστα δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος σῖτος εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. σιτοδοτέω.

Greek Monotonic

σῑτηρέσιον: τό, προμήθειες, τρόφιμα, ιδίως λέγεται για το επίδομα σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη Ρώμη, σιτηρέσιον ἔμμηνον, η μηνιαία χορήγηση σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. tessera frumentia, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σῑτηρέσιον, ου, τό,
provisions, victuals, especially of soldiers' provision-money, Xen., Dem.:—at Rome, σιτ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. tessera frumentaria, Plut. [from σῑτηρός]

English (Woodhouse)

allowance for provisions, money to buy provisions, provisions

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)