ἐπινεφρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epinefridios
|Transliteration C=epinefridios
|Beta Code=e)pinefri/dios
|Beta Code=e)pinefri/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">upon the kidneys</b>, δημός <span class="bibl">Il.21.204</span>.</span>
|Definition=ἐπινεφρίδιον, [[upon the kidneys]], δημός Il.21.204.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve sur les reins.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νεφρός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui se trouve sur les reins]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νεφρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.).
|elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-[[νεφρίδιος]], ον [[νεφρός]]<br />[[upon]] the [[kidneys]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφρίδιος Medium diacritics: ἐπινεφρίδιος Low diacritics: επινεφρίδιος Capitals: ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epinephrídios Transliteration B: epinephridios Transliteration C: epinefridios Beta Code: e)pinefri/dios

English (LSJ)

ἐπινεφρίδιον, upon the kidneys, δημός Il.21.204.

German (Pape)

[Seite 965] an den Nieren, δημός Il. 21, 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve sur les reins.
Étymologie: ἐπί, νεφρός.

English (Autenrieth)

(νεφρός): over the kidneys, Il. 21.204†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).

Greek Monotonic

ἐπινεφρίδιος: -ον (νεφρός), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφρίδιος: (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках (δημός Hom.).

Middle Liddell

ἐπι-νεφρίδιος, ον νεφρός
upon the kidneys, Il.