κνησμώδης: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(3) |
mNo edit summary |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=knismodis | |Transliteration C=knismodis | ||
|Beta Code=knhsmw/dhs | |Beta Code=knhsmw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κνησμῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[affected with itching]], Hp.''Aph.''6.9, Aret.''SD''1.15, Gal.10.261.<br><span class="bld">II</span> [[accompanied with itching]] or [[accompanied with irritation]], Arist.''Pr.''887a35, Gal.7.197. Adv. [[κνησμωδῶς]] = [[with itching]] Id.19.70.<br><span class="bld">III</span> [[causing irritation]], ἅλες Str. 11.13.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ες, [[Kitzel erregend]], Hippocr.; [[mit Jucken oder Kitzeln behaftet]], [[διάθεσις]], id. – S. κνισμ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνησμώδης -ες [κνησμός] [[jeuk opwekkend]], [[irriterend]]. [[aan jeuk lijdend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνησμώδης:''' [[сопровождающийся зудом]] (''[[sc.]]'' νόσοι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνησμώδης''': -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, | |lstext='''κνησμώδης''': -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] κνισμώδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=-ες (AM [[κνησμώδης]], -ῶδες) [[κνησμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί κνησμό, [[ερεθιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από κνησμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή [[έξαψη]] («[[ψωρώδης]] [[διάθεσις]] ή [[λεπρώδης]] ή [[αλφώδης]] ή [[κνησμώδης]]», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κνησμωδώς</i> (Α)<br />με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:03, 2 February 2024
English (LSJ)
κνησμῶδες,
A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.
II accompanied with itching or accompanied with irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. κνησμωδῶς = with itching Id.19.70.
III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.
German (Pape)
[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.
Russian (Dvoretsky)
κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.
Greek Monolingual
-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).