λωβητής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lovitis | |Transliteration C=lovitis | ||
|Beta Code=lwbhth/s | |Beta Code=lwbhth/s | ||
|Definition= | |Definition=λωβητοῦ, ὁ, = [[λωβητήρ]] ([[foul slanderer]], [[destroyer]], [[worthless wretch]]), λ. τέχνης [[one who disgraces]] his trade, Ar. ''Ra.'' 93. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui gâte]], [[qui fait tort à]].<br />'''Étymologie:''' [[λωβάομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[λωβητήρ]], τέχνης, Ar. <i>Ran</i>. 93, <i>[[Verderber]]</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωβητής:''' οῦ ὁ [[погубитель]], [[подрыватель]] (τέχνης Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωβητής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν [[ἐπάγγελμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 93. | |lstext='''λωβητής''': -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν [[ἐπάγγελμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 93. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 28: | ||
|lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λωβητής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ.· <i>λωβητὴς τέχνης</i>, [[κάποιος]] που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[λωβητής]], οῦ, = [[λωβητήρ]]<br />λ. τέχνης one who disgraces his [[trade]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
λωβητοῦ, ὁ, = λωβητήρ (foul slanderer, destroyer, worthless wretch), λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar. Ra. 93.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui gâte, qui fait tort à.
Étymologie: λωβάομαι.
German (Pape)
ὁ, = λωβητήρ, τέχνης, Ar. Ran. 93, Verderber.
Russian (Dvoretsky)
λωβητής: οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λωβητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν ἐπάγγελμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 93.
Greek Monolingual
λωβητής, ὁ (Α) λωβώμαι
λωβητήρ («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
λωβητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λωβητής, οῦ, = λωβητήρ
λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar.