λυμαντής: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lymantis | |Transliteration C=lymantis | ||
|Beta Code=lumanth/s | |Beta Code=lumanth/s | ||
|Definition= | |Definition=λυμαντοῦ, ὁ, = [[λυμαντήριος]] ([[injurious]], [[destructive]], [[destroying]], [[ruining]]), [[γάμος]] λ. βίου S. ''Tr.'' 793 ; also [[λυμαντικός]], ή, όν, Muson. ''Fr.'' 8 p. 34H., Epict. ''Gnom.'' 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. ''Epict.'' 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λυμαντής:''' -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, [[καταστροφέας]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''λυμαντής:''' -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, [[καταστροφέας]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ὁ, = [[λυμαντήρ]], γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. <i>Trach</i>. 790, <i>das [[Verderben]] seines Lebens</i>. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῡμαντής:''' οῦ ὁ Soph. = [[λυμαντήρ]]. | |elrutext='''λῡμαντής:''' οῦ ὁ Soph. = [[λυμαντήρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λυμαντής]], οῦ,<br />as adj. ruining, c. gen., Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
λυμαντοῦ, ὁ, = λυμαντήριος (injurious, destructive, destroying, ruining), γάμος λ. βίου S. Tr. 793 ; also λυμαντικός, ή, όν, Muson. Fr. 8 p. 34H., Epict. Gnom. 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. Epict. 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.
Greek Monolingual
λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).
Greek Monotonic
λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντής: οῦ ὁ Soph. = λυμαντήρ.
Middle Liddell
λυμαντής, οῦ,
as adj. ruining, c. gen., Soph.