τρύχνος: Difference between revisions
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
(4b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τρύχνος | |||
|Medium diacritics=τρύχνος | |||
|Low diacritics=τρύχνος | |||
|Capitals=ΤΡΥΧΝΟΣ | |||
|Transliteration A=trýchnos | |||
|Transliteration B=trychnos | |||
|Transliteration C=trychnos | |||
|Beta Code=tru/xnos | |||
|Definition=ἡ, = [[τρύχνον]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρύχνος:''' или 2 предполож. нежный, певучий (ἁ [[φωνά]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 11: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τρύχνος:''' ἡ, νυχτερινή [[σκιά]], ως [[σύμβολο]] της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''τρύχνος:''' ἡ, νυχτερινή [[σκιά]], ως [[σύμβολο]] της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρύχνος''': ἡ, = [[στρύχνος]], «σὺν τῷ σ δὲ [[στρύχνον]] [[οὐδαμοῦ]] [[εὗρον]]» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ [[τρύχνος]], «[[ἤγουν]] ἡ [[φωνή]] σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. [[τρύχνος]] δὲ καὶ τρύχνη [[εἶδος]] λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται [[στρύχνος]], ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ [[μέτρον]], τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τρύχνος]], ἡ,<br />nightshade, used as a [[symbol]] of [[sweet]] [[forgetfulness]], Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = τρύχνον.
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, = στρύχνος, nach Phot. ἡ τρύχνος, das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker).
Russian (Dvoretsky)
τρύχνος: или 2 предполож. нежный, певучий (ἁ φωνά Theocr.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στρύχνος.
Greek Monotonic
τρύχνος: ἡ, νυχτερινή σκιά, ως σύμβολο της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρύχνος: ἡ, = στρύχνος, «σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς σύμβολον ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ τρύχνος, «ἤγουν ἡ φωνή σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. τρύχνος δὲ καὶ τρύχνη εἶδος λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται στρύχνος, ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ μέτρον, τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.).
Middle Liddell
τρύχνος, ἡ,
nightshade, used as a symbol of sweet forgetfulness, Theocr.