ὑπαρκτός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yparktos
|Transliteration C=yparktos
|Beta Code=u(parkto/s
|Beta Code=u(parkto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">subsisting, existent, real</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>27</span>, Posidon. ap.<span class="bibl">D.L.7.91</span>, Plu.2.1046c, etc.</span>
|Definition=ὑπαρκτή, ὑπαρκτόν, [[subsisting]], [[existent]], [[real]], Epicur.''Fr.''27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαρκτός Medium diacritics: ὑπαρκτός Low diacritics: υπαρκτός Capitals: ΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: hyparktós Transliteration B: hyparktos Transliteration C: yparktos Beta Code: u(parkto/s

English (LSJ)

ὑπαρκτή, ὑπαρκτόν, subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.