χρυσοχαίτης: Difference between revisions

(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysochaitis
|Transliteration C=chrysochaitis
|Beta Code=xrusoxai/ths
|Beta Code=xrusoxai/ths
|Definition=ου, poet. χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">golden-haired</b>, of Apollo, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.16</span>; Dor. nom. χρῡσό-τᾱς, <span class="bibl">Limen.4</span>; of Eros, <span class="title">Anacreont.</span>41.12.</span>
|Definition=χρυσοχαίτου, ''poet.'' χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ, [[golden-haired]], of [[Apollo]], Pi.''P.''2.16; Dor. nom. [[χρυσοχαίτας]], Limen.4; of Eros, ''Anacreont.''41.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la chevelure d'or]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[χαίτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοχαίτης:''' ου adj. m златогривый, златокудрый ([[Ἀπόλλων]] Pind.; [[Ἔρως]] Anacr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοχαίτης''': ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.
|lstext='''χρῡσοχαίτης''': ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />à la chevelure d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[χαίτη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[χρυσόχαιτις]], -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α<br />αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελαγ</i>-<i>χαίτης</i>].
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[χρυσόχαιτις]], -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῖτα και χρυσοχαίτας Α<br />αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), [[πρβλ]]. [[μελαγχαίτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοχαίτης:''' ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει [[χρυσή]] [[χαίτη]], [[κόμη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''χρῡσοχαίτης:''' ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει [[χρυσή]] [[χαίτη]], [[κόμη]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''χρῡσοχαίτης:''' ου adj. m златогривый, златокудрый ([[Ἀπόλλων]] Pind.; [[Ἔρως]] Anacr.).
|mdlsjtxt=[[golden]]-haired, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

English (LSJ)

χρυσοχαίτου, poet. χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ, golden-haired, of Apollo, Pi.P.2.16; Dor. nom. χρυσοχαίτας, Limen.4; of Eros, Anacreont.41.12.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure d'or.
Étymologie: χρυσός, χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχαίτης: ου adj. m златогривый, златокудрый (Ἀπόλλων Pind.; Ἔρως Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῖτα και χρυσοχαίτας Α
αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγχαίτης].

Greek Monotonic

χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει χρυσή χαίτη, κόμη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

golden-haired, Pind.