προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proseksanistamai
|Transliteration C=proseksanistamai
|Beta Code=prosecani/stamai
|Beta Code=prosecani/stamai
|Definition=Pass. with aor. <b class="b3">-ανέστην</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rise up to</b>, πρὸς τὰ γόνατά τινος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>3</span>; <b class="b2">rise up to meet</b>, τισι <span class="bibl">D.C.60.6</span>.</span>
|Definition=Pass. with aor. -ανέστην, [[rise up to]], πρὸς τὰ γόνατά τινος Plu.''Pyrrh.''3; [[rise up to meet]], τισι D.C.60.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0759.png Seite 759]] noch dazu, dabei aufstehen u. weggehen; Plut. Pyrrh. 3; D. Cass. 60, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0759.png Seite 759]] noch dazu, dabei aufstehen u. weggehen; Plut. Pyrrh. 3; D. Cass. 60, 6.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />[[se lever]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' [[приподниматься]]: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῦ ἱματίου ταῖς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσεξανίσταμαι:''' Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>-ανέστην</i>, σηκώνομαι πάνω προς μια [[κατεύθυνση]], [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεξανίσταμαι:''' приподниматься: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.
|mdlsjtxt=Pass. with aor2 act. -ανέστην<br />to [[rise]] up to, πρός τι Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξανίστᾰμαι Medium diacritics: προσεξανίσταμαι Low diacritics: προσεξανίσταμαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: prosexanístamai Transliteration B: prosexanistamai Transliteration C: proseksanistamai Beta Code: prosecani/stamai

English (LSJ)

Pass. with aor. -ανέστην, rise up to, πρὸς τὰ γόνατά τινος Plu.Pyrrh.3; rise up to meet, τισι D.C.60.6.

German (Pape)

[Seite 759] noch dazu, dabei aufstehen u. weggehen; Plut. Pyrrh. 3; D. Cass. 60, 6.

French (Bailly abrégé)

f. προσεξαναστήσομαι, ao. προσεξανέστην, etc.
se lever.
Étymologie: πρός, ἐξανίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εξανίσταμαι, met aor. προσεξανέστην, intrans. zich oprichten.

Russian (Dvoretsky)

προσεξανίσταμαι: приподниматься: προσεξαναστὰς πρός τι Plut. привстав (и дотянувшись) до чего-л.

Greek Monolingual

Α ἐξανίσταμαι
1. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῦ ἱματίου ταῖς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», Πλούτ.)
2. σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.

Greek Monotonic

προσεξανίσταμαι: Παθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -ανέστην, σηκώνομαι πάνω προς μια κατεύθυνση, πρός τι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι πρός τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.

Middle Liddell

Pass. with aor2 act. -ανέστην
to rise up to, πρός τι Plut.